Στα 15 δισ. τα ετήσια έσοδα του κλάδου
- Advertisement -
Ετήσια έσοδα ύψους 15 δισ. ευρώ αποφέρει η βιομηχανίας Τροφίμων και Ποτών στην Ελλάδα, αποτελώντας το μεγαλύτερο κλάδο μεταποίησης και εκπροσωπώντας το 30% της μεταποίησης επί του συνόλου. Παράλληλα, διατηρεί 111 χιλιάδες θέσεις εργασίας, που αντιστοιχούν στο 36% του συνολικού εργατικού δυναμικού του μεταποιητικού κλάδου.
- Advertisement -
Τα παραπάνω προκύπτουν από μελέτη της PwC Ελλάδας με τίτλο «Βιομηχανία Τροφίμων και Ποτών: Στα πρόθυρα αλλαγών».
Ο κλάδος, σύμφωνα με τη μελέτη, παραμένει έντονα κατακερματισμένος, με το 1% των εταιρειών να παράγουν το 63% των συνολικών εσόδων. Σε επίπεδο μεγέθους, η μέση εταιρεία Τ&Π είναι μικρή με 30 εκατ. ευρώ έσοδα, διαθέτει περίπου 140 εργαζόμενους και 17 εκατ. ευρώ απασχολούμενα κεφάλαια, σε αντίθεση με τη μέση αντίστοιχη ευρωπαϊκή, η οποία καταγράφει έσοδα που ξεπερνούν τα 60 εκατ. ευρώ και διαθέτει 200 εργαζόμενους.
Με βάση τα στοιχεία της μελέτης, παρά τις συνεχόμενες φορολογικές επιβαρύνσεις του κλάδου κατά τα τελευταία χρόνια, την τετραετία 2012-2015, οι μεγάλες εταιρείες με ετήσια έσοδα άνω των 10 δισ. ευρώ, διατήρησαν συμπαγή την παραγωγή τους, αύξησαν τα ετήσια έσοδά τους και την κερδοφορία τους κατά περίπου 2% και 3%, αντίστοιχα και υλοποίησαν λελογισμένες επενδύσεις, διατηρώντας το συνολικό χρέος τους σχετικά σταθερό.
Ο κλάδος εμφανίζει ανταγωνιστικότητα και βελτιωμένες επιδόσεις στο τέλος της κρίσης με μόνο το 27% των εταιρειών να υπάγονται στην κατηγορία Zombies (εταιρείες που παρουσιάζουν συρρίκνωση εσόδων, μηδενική ή αρνητική κερδοφορία και μη βιώσιμο δανεισμό), βάσει της ανάλυσης ανταγωνιστικότητας με τη μέθοδο Stars & Zombies της PwC, ενώ οι εταιρείες υψηλής ανταγωνιστικότητας Stars (εταιρείες με συστηματική ανάπτυξη εσόδων και κερδών και λελογισμένο δανεισμό) συνεισφέρουν στο 50% της συνολικής κερδοφορίας.
Στην έρευνα σημειώνεται ότι τρεις υποκλάδοι ξεχωρίζουν από πλευράς ανταγωνιστικότητας με συνολικά έσοδα 2 δισ. ευρώ (φρούτα και λαχανικά, κονσερβοποιία και αλκοολούχα ποτά), σε αντίθεση με τους κλάδους των αλιευμάτων και του κόκκινου κρέατος που είναι χαμηλής ανταγωνιστικότητας (συνολικά έσοδα 640 εκατ. ευρώ). Οι κατά πλειοψηφία, «non-branded» εξαγωγές αποτελούν το 37% της παραγωγής του κλάδου, ενώ πέντε υποκλάδοι είναι εξαγωγικοί (έλαια, φρούτα και λαχανικά, αλιεύματα, ξηροί καρποί, κονσερβοποιία) και εξάγουν πάνω από το 50% της παραγωγής τους, με τους υπόλοιπους να είναι απολύτως εσωστρεφείς. Οι συνολικές εξαγωγές αυξήθηκαν κατά 26%, την περίοδο 2012-2015, υποκινούμενες από τους κλάδους των ελαίων και των γαλακτοκομικών/παγωτών.
Σύμφωνα με τη μελέτη, στο σύνολό του, ο κλάδος Τ&Π είναι ανταγωνιστικός, αλλά υπολείπεται σε εξωστρέφεια, λόγω δομικών αδυναμιών, που συνοψίζονται στο μικρό εταιρικό μέγεθος και σε αστοχίες αγοράς που δυσκολεύουν τη χρηματοδότηση. «Κάτω από την πίεση του κατακερματισμού και του μικρού εξαγωγικού δυναμικού του κλάδου, αναμένεται ότι θα υπάρξει κινητικότητα με εξαγορές και συγχωνεύσεις και αναδιαρθρώσεις εταιρειών. Υπό αυτό το πρίσμα, ένα μικρό υποσύνολο, περίπου 20 εταιρειών, αναγνωρίζεται ως consolidators και περίπου 110 εταιρείες θα μπορούσαν να αποτελέσουν στόχους εξαγοράς, ενώ 15 εταιρείες θα ήταν ελκυστικές, μετά από αναδιάρθρωση» τονίζεται στη μελέτη.
Η PwC Greece εκτιμά ότι η στρατηγική ανάπτυξης του κλάδου μέσα από εξαγωγές θα πρέπει να στηρίζεται στην ενοποίηση της ζήτησης κάτω από κοινά εμπορικά σήματα-ομπρέλα, τα οποία θα οδηγήσουν σε συγκέντρωση παραγωγής, κοινές υπηρεσίες, μείωση του κόστους, καλύτερη διαχείριση και πολύ ισχυρότερο marketing, που θα ωθήσουν τον υπερδιπλασιαμό των εσόδων σε βάθος δεκαετίας.
Ο Κυριάκος Ανδρέου, Partner και επικεφαλής του Advisory της PwC Ελλάδας δήλωσε σχετικά: «Η μικρή κλίμακα εταιριών και οι αστοχίες τη αγοράς, όπως η απουσία ατομικού ή συλλογικού διεθνούς μάρκετινγκ και πωλήσεων, αποτελούν τροχοπέδη για την ανάπτυξη του κλάδου στο μέλλον. Ένα πολύ καλό αλλά κρυφό μέρος της ελληνικής οικονομίας πρέπει να γίνει ορατό στις διεθνείς αγορές μέσα από μια νέα προσέγγιση ενοποίησης της ζήτησης και νέα μοντέλα συνεργασίας μεταξύ εταιρειών».