Οι πιέσεις από την κοινή γνώμη και η προοπτική εκλογών το 2027 εισάγουν αβεβαιότητες ως προς την εφαρμογή διαρθρωτικών παρεμβάσεων
Του ΜΙΧΑΗΛ ΓΕΛΑΝΤΑΛΙ
Διπλό θετικό μήνυμα για την ελληνική οικονομία, αλλά και προειδοποιήσεις από Standard & Poor’s και ΔΝΤ σε διάστημα λίγων ημερών. Σε περίοδο γενικευμένης μεταβλητότητας/αβεβαιότητας διεθνώς, με τις οικονομίες των περισσότερων χωρών της Ευρώπης να έχουν ισχνό ρυθμό ανάπτυξης ή να κινδυνεύουν ακόμα και με ύφεση, η ελληνική οικονομία έχει συγκριτικό πλεονέκτημα.
Αρχικά, η Standard & Poor’s αναβάθμισε την πιστοληπτική αξιολόγηση της Ελλάδας, απόφαση που στηρίχθηκε στο δίπτυχο φορολογική συμμόρφωση – ανθεκτική οικονομική ανάπτυξη. Ο αμερικανικός οίκος αξιολόγησης αναβάθμισε το ΒΒΒ- σε ΒΒΒ, αφήνοντας αμετάβλητη την προοπτική (σε σταθερό outlook), εκτιμώντας πως η οικονομία έχει αναχώματα στην ύφεση. Επιπλέον, η ταμειακή θέση του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ) παρέχει στην Ελλάδα πρόσθετο «μαξιλάρι», που, με εκτιμώμενο ποσοστό 15% του ΑΕΠ, καλύπτει σχεδόν τρία χρόνια των επερχόμενων λήξεων χρέους. Σημαντική διασφάλιση σε διάρκεια «οικονομικού χρόνου» ενόσω εξελίσσεται ο εμπορικός «πόλεμος» Ουάσινγκτον – Πεκίνου, με τη διοίκηση Τραμπ να επιχειρεί την ολική αναδιάταξη του status που κυριάρχησε από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 μέχρι σήμερα.
Το πιο άμεσο όφελος από τη θετική ετυμηγορία του οίκου είναι η μείωση του κόστους δανεισμού του Δημοσίου, η αύξηση της βαθμολογίας από BBB- σε BBB θα μπορούσε να οδηγήσει σε μείωση των επιτοκίων κατά 10-20 μονάδες βάσης (0,1%-0,2%) στα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου. Δεδομένου ότι το ελληνικό δημόσιο χρέος ανέρχεται περίπου στα 365 δισ. ευρώ, αυτό θα σηματοδοτούσε θεωρητικά μια ετήσια εξοικονόμηση τόκων της τάξης των 365-730 εκατ. ευρώ, ανάλογα με την έκταση της αναβάθμισης. Παράλληλα ενισχύεται η προσβασιμότητα στις αγορές κεφαλαίου, με τη διεύρυνση της επενδυτικής βάσης να μπορεί να (απο)φέρει πρόσθετες εισροές κεφαλαίων ύψους 1,5-2 δισ. Αντίστοιχο θα είναι το όφελος για τις αγορές κρατικών ομολόγων/μετοχών. Η συνεδρίαση της Τρίτης (22/4) ήταν ενδεικτική, καθώς σε ημέρα ρευστοποιήσεων στα ευρωπαϊκά, στο Χρηματιστήριο Αθηνών πραγματοποιήθηκαν συναλλαγές αξίας 140 εκατ., με τα 72 εκατ. στις μετοχές των Εθνικής, Alpha Bank, Eurobank και Πειραιώς. Με contrarian κίνηση ο Δείκτης Τραπεζών ενισχύθηκε 4,34%, στις 1.561,72 μονάδες. Η αναβάθμιση των ελληνικών ομολόγων επηρεάζει ανάλογα και τον ιδιωτικό τομέα, καθώς η αξιολόγηση του κράτους λειτουργεί ως «οροφή» για την αξιολόγηση μιας επιχείρησης, μιας τράπεζας. Σύμφωνα με αναλυτές, η αναβάθμιση της οικονομίας μπορεί να μειώσει το κόστος χρήματος/δανεισμού κατά 10 έως 20 μονάδες βάσης. Επίσης, η αύξηση της τιμής ενός ομολόγου αποφέρει κέρδος στον κάτοχο του, πρακτικά αντιστοιχεί σε 500 εκατ. έως 1 δισ. ευρώ.
ΣΗΜΑΔΙΑ ΚΟΠΩΣΗΣ
Ωστόσο, ο αμερικανικός οίκος επισημαίνει ότι η μεταρρυθμιστική δυναμική της Ελλάδας εμφανίζει σημάδια κόπωσης. Ειδικά στους τομείς της Δικαιοσύνης και της κτηματογράφησης, οι μεταρρυθμίσεις είναι είτε ημιτελείς είτε μη αποδοτικές, με αποτέλεσμα να επιβραδύνονται η απονομή δικαίου, οι επενδύσεις και η διαχείριση δημόσιας περιουσίας. Επιπλέον, οι δείκτες αντίληψης της διαφθοράς παραμένουν χαμηλοί σε σύγκριση με τα ευρωπαϊκά δεδομένα. Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών παραμένει σε ανησυχητικά επίπεδα, πάνω από 6% του ΑΕΠ, για πέμπτη συνεχή χρονιά. Η S&P το αποδίδει στην αύξηση των εισαγωγών λόγω δημόσιων επενδύσεων (NextGenEU), στην εξάρτηση από ορυκτά καύσιμα και στη σχετικά περιορισμένη ανταγωνιστικότητα του εξαγωγικού τομέα.
Σύμφωνα με την έκθεση, χωρίς πρόοδο στην παραγωγή ενέργειας από ΑΠΕ και στον περιορισμό της εξάρτησης από εισαγόμενα αγαθά το εξωτερικό έλλειμμα είναι πιθανό να παραμείνει επίμονα υψηλό (5,9% κατά μέσο όρο έως το 2028), καθιστώντας τη χώρα ευάλωτη σε κρίσεις εξωτερικής χρηματοδότησης. Η S&P αναφέρεται και στην πολιτική παράμετρο, καταγράφοντας ενδείξεις διεύρυνσης του πολιτικού κόστους για την κυβέρνηση και πιθανή επιβράδυνση της μεταρρυθμιστικής ορμής. Η πολιτική σταθερότητα αξιολογείται θετικά, ωστόσο οι πιέσεις από την κοινή γνώμη και η προοπτική εκλογών το 2027 εισάγουν αβεβαιότητες ως προς την εφαρμογή διαρθρωτικών παρεμβάσεων.
Ανάπτυξη 2% εκτιμά το ΔΝΤ για το 2025 και 1,6% για το 2026, με το μεγαλύτερο μέρος να αποδίδεται στα κεφάλαια/χορηγήσεις από τα προγράμματα του Ταμείου Ανάπτυξης. Ωστόσο, και το Ταμείο Ανάπτυξης προειδοποιεί για το πρόβλημα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, καθώς εκτιμά ότι θα συντηρηθεί στο 6,5% το 2025 (από 6,9% του ΑΕΠ το 2024) και στο 5,9% το 2026.
Το «αγκάθι» που αναδεικνύεται από τα στοιχεία του ΔΝΤ είναι ότι εν μέσω εμπορικού «πολέμου» η Ελλάδα θα συνεχίζει να αντιμετωπίζει υψηλό έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, που θα ξεπερνά το 6% του ΑΕΠ σε μέσα επίπεδα. Στα διαρθρωτικά προβλήματα αναφέρονται συχνά πυκνά τόσο η Τράπεζα της Ελλάδος όσο το Ιδρυμα Οικονομικών & Βιομηχανικών Ερευνών. Σε 1,5 δισ. ευρώ διαμορφώθηκε το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών την περίοδο Ιανουαρίου – Φεβρουαρίου 2025, αυξημένο κατά 211,1 εκατ. ευρώ σε σχέση με το πρώτο δίμηνο του 2024.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ (ΦΥΛΛΟ 25/4/2025)