Για λύση η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προτείνει… μέτρα για την αύξηση της ζήτησης στους πλειστηριασμούς ακινήτων
Μία νέα πηγή κινδύνου, επιπλέον των πολλών μετώπων που μένουν ενεργά (με κορυφαίο τη στάσιμα χαμηλή παραγωγικότητα της οικονομίας), αναδεικνύει φέτος η κρίσιμη έκθεση για τις μακροοικονομικές ανισορροπίες της Ελλάδας, που καταρτίζει η Επιτροπή από όταν η χώρα βγήκε από τα Μνημόνια. Τα φώτα πέφτουν φέτος στα «κόκκινα» δάνεια που έχουν «κρυφτεί» σε εταιρίες διαχείρισης και δεν λένε να ξεκαθαρίσουν: η αναδιάρθρωσή τους κινείται με ρυθμούς χελώνας και τούτο έχει επιπτώσεις στις επιχειρήσεις και όχι μόνο.
Τα στοιχεία δείχνουν πως το απόθεμα NPLs, που είναι στους servicers, μειώθηκε μόνο οριακά κατά 0,4 δισ. ευρώ και παραμένει στο υπέρογκο ποσό των 70,8 δισ. ευρώ ή στο 30% του ΑΕΠ. Μάλιστα, το ένα τρίτο από τα δάνεια αυτά είναι επιχειρηματικά! Ανήκει σε εταιρίες-ζόμπι, που εμποδίζουν τις επενδύσεις από υγιείς επιχειρήσεις και την ανακατανομή κεφαλαίων σε πιο παραγωγικές χρήσεις.
Τα «κόκκινα» δάνεια, εξηγεί η Επιτροπή, δεν είναι μόνο βαρίδι για τις επιχειρήσεις, αλλά και για την αγορά ακινήτων και για το κράτος: κι αυτό γιατί αφενός παραμένουν δεσμευμένα ακίνητα και αφετέρου ελλοχεύει κίνδυνος καταπτώσεων εγγυήσεων.
Η νέα αυτή «βόμβα» έχει πολλές αιτίες, επισημαίνεται: οι αργές αναδιαρθρώσεις συνδέονται με τη γραφειοκρατία κυρίως στη Δικαιοσύνη, αλλά και σε άλλα πεδία, όπως στο Κτηματολόγιο, καθώς και με το υψηλό ποσοστό ανεπιτυχών πλειστηριασμών, στο οποίο δίνει και πάλι έμφαση η επιτροπή. Επιμένοντας μάλιστα στη σειρά συστάσεων που απευθύνει για την «αναδιάρθρωση» των δανείων όχι μόνο σε παρεμβάσεις για την πάταξη της γραφειοκρατίας, αλλά και σε μέτρα για να αυξηθεί η ζήτηση για πλειστηριασμούς ακινήτων!
Το 75% των πλειστηριασμών ήταν ανεπιτυχές, ενώ σε επιτυχημένες πλειστηριασμούς ιδιώτες απέκτησαν μόνο περίπου το 50% των ακινήτων, αναφέρεται. Ζητείται να διευκολυνθεί η διεξαγωγή πλειστηριασμών με πρόσθετα μέτρα, όπως η επιτάχυνση των δικαστικών διαδικασιών (μέσω φιλτραρίσματος των υποθέσεων), καθώς και νέα παρέμβαση στο νομικό πλαίσιο των συμβολαιογράφων για την επιτάχυνση των διαδικασιών πριν και μετά τον πλειστηριασμό.
Τα εταιρικά «κόκκινα» δάνεια
Το μεγάλο ανεξόφλητο απόθεμα NPLs, που κατέχουν διαχειριστές και τράπεζες, επηρεάζει αρνητικά την ελληνική οικονομία, αναφέρεται. Τα εταιρικά «κόκκινα» δάνεια μάλιστα αποτελούν το 32,6% του χαρτοφυλακίου των διαχειριστών.
Τα εν λόγω δάνεια αφορούν επιχειρήσεις σε βασικούς τομείς όπως το χονδρικό και λιανικό εμπόριο, η μεταποίηση και οι κατασκευές. «Υποδεικνύουν υψηλό ποσοστό εταιριών-ζόμπι στην ελληνική οικονομία» επισημαίνει η επιτροπή, επικαλούμενη ειδική μελέτη, η οποία τεκμηριώνει πως η υψηλή συγκέντρωση κεφαλαίων σε εταιρίες-ζόμπι εμποδίζει τις επενδύσεις από υγιείς επιχειρήσεις και εμποδίζει την ανακατανομή κεφαλαίων σε πιο παραγωγικές χρήσεις.
«Ως εκ τούτου, η ταχύτερη επίλυση των εταιρικών μη εξυπηρετούμενων δανείων, τόσο εντός όσο και εκτός τραπεζικών ισολογισμών, θα διευκόλυνε μια πιο αποτελεσματική κατανομή πόρων, ενισχύοντας τις επενδύσεις και την οικονομική δραστηριότητα μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα» επισημαίνεται. Εξηγεί ότι στον τομέα της μεταποίησης οι πραγματικές ακαθάριστες επενδύσεις από βιώσιμες επιχειρήσεις θα αυξάνονταν ετησίως κατά περίπου 4,2% για κάθε ποσοστιαία μονάδα μείωσης του μεριδίου κεφαλαίου στις εταιρίες-ζόμπι στον ίδιο τομέα…
Οι επιπτώσεις
Το μεγάλο ανεξόφλητο απόθεμα NPLs, που κατέχουν διαχειριστές και τράπεζες, επηρεάζει αρνητικά και γενικότερα την ελληνική οικονομία, μέσω διάφορων καναλιών. Το ελληνικό κράτος μπορεί να επηρεαστεί μέσω της πιθανής κατάπτωσης κατάληψης κρατικών εγγυήσεων σε περίπτωση που τα τιτλοποιημένα περιουσιακά στοιχεία υποαποδώσουν. Επίσης, το χρέος των νοικοκυριών, συμπεριλαμβανομένων των στεγαστικών και καταναλωτικών δανείων, συνιστά το 54% των δανείων που διαχειρίζονται οι servicers. Ενας μεγάλος αριθμός οικιστικών ακινήτων χρησιμεύουν ως εξασφάλιση χρέους και ανήκει σε τράπεζες ή διαχειριστές. Τούτα, λοιπόν, παραμένουν δεσμευμένα λόγω διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης, ενώ πολλά από τα ακίνητα που τελικά αγοράζονται σε πλειστηριασμούς από τράπεζες ή servicers παραμένουν εκτός αγοράς για μεγάλο χρονικό διάστημα, «μειώνοντας σημαντικά την προσφορά κατοικιών και συμβάλλοντας στην πρόσφατη ισχυρή αύξηση των τιμών ακινήτων».
Οι τράπεζες
Οι προειδοποιήσεις αφορούν και τις τράπεζες. Γίνεται σαφές πως, παρά τις πρόσφατες βελτιώσεις, η κεφαλαιακή θέση τους παραμένει από τις πιο αδύναμες στην Ε.Ε. Επιπλέον, εξακολουθούν να υπάρχουν ανησυχίες σχετικά με την ποιότητα του ρυθμιστικού πλαισίου!
Αναφέρεται πως η ποιότητα του χαρτοφυλακίου των τραπεζών βελτιώθηκε περαιτέρω, αλλά ο δείκτης των μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPL) παραμένει ένας από τους υψηλότερους εντός της Ε.Ε. Επίσης, οι τράπεζες συνέχισαν να βασίζονται σε πωλήσεις χαρτοφυλακίου και τιτλοποιήσεις (δηλαδή σε ανόργανες ενέργειες) για τη μείωση του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ενώ η οργανική αναδιάρθρωση, όπως οι αναδιαρθρώσεις δανείων και οι εσωτερικές αναδιαρθρώσεις δανείων, είχε μόνο οριακή σημασία.
«Οι τράπεζες πρέπει να ενισχύσουν περαιτέρω την κεφαλαιακή τους θέση και την ποιότητα του κανονιστικού κεφαλαίου σε ένα περιβάλλον μείωσης των καθαρών περιθωρίων τόκων» αναφέρεται. Παρά τις πρόσφατες βελτιώσεις, η κεφαλαιακή θέση των τραπεζών παραμένει από τις πιο αδύναμες στην Ε.Ε. Επιπλέον, εξακολουθούν να υπάρχουν ανησυχίες σχετικά με την ποιότητα του ρυθμιστικού κεφαλαίου, σε σχέση με τον αναβαλλόμενο φόρο, αναφέρεται.
Τροχοπέδη για την ανάπτυξη η αποστροφή στην υψηλή τεχνολογία
Η επιτροπή επισημαίνει πως το σημείο-κλειδί είναι η αύξηση της παραγωγικότητας, που παραμένει από τις χαμηλότερες στην Ε.Ε., μόνο στο 56,2% του μέσου όρου. Η αύξηση της παραγωγικότητας είναι το «κλειδί» για την ενίσχυση των μακροπρόθεσμων προοπτικών ανάπτυξης, την ενίσχυση της εξαγωγικής ικανότητας και τη μείωση της εξάρτησης από τις εισαγωγές, διευκολύνοντας έτσι την εξάλειψη των μακροοικονομικών ανισορροπιών, επισημαίνεται. Οι μεταρρυθμίσεις σε αυτόν τον τομέα θα μπορούσαν να συνεχίσουν να παρέχουν περαιτέρω κίνητρα στις εταιρίες για συγχωνεύσεις και εξαγορές και να εξαλείψουν τα εναπομείναντα εμπόδια στον ανταγωνισμό και την πρόσβαση στην αγορά.
Εξηγεί πως η χαμηλή παραγωγικότητα αντανακλά την υψηλή εξάρτηση της οικονομίας από πολύ μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις με χαμηλότερες εξαγωγικές δυνατότητες, καθώς και τομείς χαμηλής παραγωγικότητας, όπως ο τουρισμός, ενώ η μεσαία έως υψηλής τεχνολογίας μεταποίηση καλύπτει μόνο το 1,6% της συνολικής απασχόλησης (6% στην Ε.Ε.).
Εντοπίζει την αιτία στην αποστροφή της αγοράς στις νέες τεχνολογίες και στην υψηλής τεχνολογίας μεταποίηση. Τα στοιχεία είναι αποκαλυπτικά: το ποσοστό των εξαγωγών υψηλής τεχνολογίας είναι στο 5%, από 17,3% στην Ε.Ε. Αναφέρει πως τα προϊόντα χαμηλής και μεσαίας τεχνολογίας εξακολουθούν να κυριαρχούν στις εξαγωγές, εμποδίζοντας την ανοδική πορεία στην κλίμακα ποιότητας. Οι εξαγωγές αγαθών κυριαρχούνται από τα προϊόντα πετρελαίου, φαρμακευτικά προϊόντα και άλλα χημικά τρόφιμα και γεωργικά προϊόντα. Οι εξαγωγές υπηρεσιών κυριαρχούνται από τον τουρισμό και τη ναυτιλία.
Συνολικά, οι ελληνικές εξαγωγές παραμένουν συγκεντρωμένες σε μερικές κατηγορίες προϊόντων χαμηλής και μεσαίας τεχνολογίας, με χαμηλή προστιθέμενη αξία, γεγονός που περιορίζει την ενσωμάτωση στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας. Επίσης, αναφέρεται πως η «ανεπαρκής ή απαρχαιωμένη βιομηχανική λιμενική υποδομή υπονομεύει την εξαγωγική ικανότητα της Ελλάδας», καθώς περίπου το 90% των εξαγωγών διοχετεύεται επί του παρόντος μέσω βιομηχανικών λιμένων…
«Παγίδες» για τη χώρα το υψηλό χρέος και η μειωμένη ανταγωνιστικότητα
Η «εις βάθος ανασκόπηση 2025 για την Ελλάδα» αναλύει την εξέλιξη των ευπαθειών της οικονομίας. Εξηγεί πως η διαρκώς υψηλή ζήτηση για εισαγωγές θα τροφοδοτεί το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, που θα μειωθεί μόνο οριακά, κατά 0,5 ποσοστιαίες μονάδες, στο 5,7% του ΑΕΠ, έως το 2026 σε σύγκριση με το 2023. Ετσι μαζί με το υψηλό χρέος θα παραμένει συνεχώς υψηλό το τεράστιο άνοιγμα στη διεθνή επενδυτική θέση της χώρας (ο σχετικός δείκτης παρέμεινε ο πιο αρνητικός στην Ε.Ε.).
Η ανταγωνιστικότητα εκτός μισθολογικού κόστους έχει αρχίσει να βελτιώνεται, αλλά εξακολουθεί να αποτελεί σημαντική πρόκληση, επισημαίνει. Αναφέρει πως η διατήρηση της δυναμικής των μεταρρυθμίσεων παραμένει το «κλειδί» για την αντιμετώπιση των διαρθρωτικών αδυναμιών της οικονομίας. Αλλά και η περαιτέρω ενίσχυση της ανάπτυξης θα επέτρεπε την ταχύτερη μείωση των δεικτών χρέους και την ταχύτερη κάλυψη του σημαντικού χάσματος εισοδήματος με την Ε.Ε.
Επισημαίνεται πως το επίμονο χάσμα παραγωγικότητας της Ελλάδας έναντι της Ε.Ε. επηρεάζει αρνητικά την οικονομική της απόδοση και τον ρυθμό απομόχλευσης του χρέους. Η παραγωγικότητα στηρίζεται μόνο στους χαμηλούς μισθούς, αλλά τούτο δεν μπορεί να συνεχιστεί, ενώ απαιτούνται περαιτέρω μέτρα για την αύξηση της συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό, στην ενίσχυση του ανθρώπινου κεφαλαίου και την τόνωση της απασχόλησης.
Γενικά, τα μελλοντικά οφέλη στην ανταγωνιστικότητα θα πρέπει να προέλθουν από τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας εκτός κόστους και της αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας, καθώς μια περαιτέρω μείωση των σχετικών μισθών μπορεί να αποδειχθεί κοινωνικά μη βιώσιμη. Εκτός από τη γενική ανάγκη βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας εκτός τιμών, οι συνεχείς προσπάθειες για την άρση των μη δασμολογικών φραγμών στο εμπόριο (π.χ. μειώνοντας την πολυπλοκότητα των τεχνικών και νομικών διαδικασιών για το διεθνές εμπόριο) και την προώθηση των εξαγωγών σε διάφορες αγορές προϊόντων, καθώς και για τη βελτίωση των λιμενικών υποδομών θα μπορούσαν, επίσης, να συμβάλουν στην επέκταση των εξαγωγικών δραστηριοτήτων.
Αναφέρεται πως δεν σημειώθηκε πρόοδος όσον αφορά τα εμπόδια εισόδου σε επαγγελματικές υπηρεσίες, ενώ το κανονιστικό πλαίσιο του τομέα του λιανικού εμπορίου έχει περιθώριο βελτίωσης.
Επίσης, η διεύρυνση και η διαφοροποίηση της εξαγωγικής βάσης και η αντιμετώπιση των διαρθρωτικών ευπαθειών που συνδέονται με τις χαμηλές ιδιωτικές αποταμιεύσεις παραμένουν απαραίτητες για την υποστήριξη της εξωτερικής επανεξισορρόπησης.
«Πολιτικές για την αύξηση των αποταμιεύσεων στην οικονομία, τη διευκόλυνση της πρόσβασης στη χρηματοδότηση με παράλληλη επιτάχυνση των επενδύσεων, την αύξηση της συμμετοχής στην αγορά εργασίας και την τυποποίηση της άτυπης οικονομίας παραμένουν απαραίτητες για την περαιτέρω βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και την εξισορρόπηση της εγχώριας κατανάλωσης με το επίπεδο εισοδήματος» επισημαίνεται.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ (16 ΜΑΙΟΥ 2025)