Σε «ασφυξία» η συνοχή της Ευρώπης από το διπλό πολεμικό μέτωπο

Η μετάβαση από ρωσικό φυσικό αέριο σε ακριβό LNG συνθλίβει τις αντοχές των παραγωγικών τομέων εντός μιας ήδη ευάλωτης Ε.Ε.

Παρά τα δημοσιονομικά επιτεύγματα, η Αθήνα κινδυνεύει να παρασυρθεί, αν η Ευρώπη εισέλθει σε νέα φάση ύφεσης ή πολιτικής αβεβαιότητας

ΤΟΥ ΜΙΧΑΗΛ ΓΕΛΑΝΤΑΛΙ

Μεταξύ δύο πολεμικών μετώπων δοκιμάζεται η συνοχή της Ευρώπης. Ο ένας σε έδαφός της (Ουκρανία), ο άλλος στη γειτονιά της (Μέση Ανατολή), με τις μέχρι τώρα συνέπειες από τον πρώτο να έχουν θέσει, προ καιρού, σε δοκιμασία την πολιτική συνοχή -σε κεντρικό επίπεδο-, με βαθύ πλήγμα στην οικονομία, επιχειρηματικότητα. Από τον δεύτερο, οι επιπτώσεις είναι ήδη εμφανείς, συμποσούνται στις υφιστάμενες από τον πρώτο κ.ο.κ..

Αυτό σε μία συγκυρία που στις Βρυξέλλες δεν επικρατεί και το πιο… εύκρατο κλίμα (μετά και την πρόσφατη προειδοποίηση αμφισβήτησης της επικεφαλής της Κομισιόν), η δε βαρύτητά της στις εξελίξεις είναι ελάχιστη. Ο πόλεμος στην Ουκρανία και η ακατανόητη πολεμοχαρής πρόθεση συνέχισής του από την πλευρά των Βρυξελλών έχουν στερήσει την ευρω-οικονομία τον ένα εκ των τριών πυλώνων ευημερίας της για δεκαετίες, τη φθηνή τροφοδοσία με φυσικό αέριο, μέχρι να καταφέρει η ίδια να πετύχει τη μετάβαση στην καθαρή ενέργεια. Γνωστό πως η σταθερά αυξανόμενη απεξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο, με αντικατάστασή του από το κατά 3-4 φορές ακριβότερο LNG των ΗΠΑ, συνθλίβει τα ήδη σαθρά θεμέλια της ευρωπαϊκής παραγωγής. Αυτό γιατί απλά με τέτοια κόστη και τόσο μακρύ χρονικό διάστημα,και η πιο υγιής οικονομία θα είχε προβλήματα. Πολύ δε περισσότερο η -ούτως ή άλλως- φθίνουσα ευρωπαϊκή.

Επιπρόσθετα, με επίκεντρο το μέτωπο στη Μέση Ανατολή, με τη σύγκρουση Ισραήλ – Ιράν, το βάρος στο κόστος ενεργειακής τροφοδοσίας, που αφορά το πετρέλαιο, τις βενζίνες και τα άλλα ορυκτά καύσιμα που προέρχονται από την ευρύτερη περιοχή του Κόλπου και της Μέσης Ανατολής, οδηγείται προς την ίδια κατεύθυνση. Οι επιπτώσεις ανάλογες και προσθετικές για την ευρω-οικονομία, που δεν έχει βρει -ακόμη- τον τρόπο να συνέλθει από την πρώτη κρίση (Ουκρανίας).

Το απογοητευτικό, ακόμη και τώρα, οι υπουργοί Οικονομικών συγκεντρώνονται στα Eurogroup στα ECOFIN, συσκέπτονται, συζητούν και δεν καταλήγουν. Πέραν της Κομισιόν, που ενεργεί όπως ενεργεί, δίχως αποτέλεσμα -δυστυχώς- ξεμένει από λύσεις και η ΕΚΤ. Κοινός τόπος στη Φρανκφούρτη ότι το μόνο «όπλο» που είχε η Κεντρική Τράπεζα η παραγωγή φθηνού χρήματος για δάνεια προς τις ήδη χρεωμένες και ελλειμματικές οικονομίες των χωρών της Ευρωζώνης όλο και εξαντλείται.

Η Κριστίν Λαγκάρντ και η ομάδα των πιο κοινωνιστών της ΕΚΤ μείωσαν σε έναν χρόνο τα επιτόκια το 2% (από το 4%), επιχειρώντας να δώσουν «ανάσες» στην ασθμαίνουσα ευρωπαϊκή επιχειρηματικότητα, πραγματική οικονομία. Σε αντίθεση με την επίμονα συντηρητική πολιτική της Fed, που κρατά τα κόστη στο 4,25%-4,50%. Πώς θα μπορέσει να διαχειριστεί από τούδε και στο εξής το εκρηκτικό μείγμα ενεργειακής κρίσης, εμπορικού πολέμου, δασμών Τραμπ, υπερχρεωμένες ευρω-οικονομίες, συν μία κοινωνία που όλο και πλησιάζει στα όρια διάρρηξης της συνοχής της, είναι εύλογο ερώτημα.

ΕΠΙΒΡΑΔΥΝΤΙΚΟΙ ΡΥΘΜΟΙ

Σε αυτή την κρίσιμη περίοδο η Αθήνα δείχνει να είναι σε πιο ασφαλή θέση. Ομως η συνέχιση της δημοσιονομικής πειθαρχίας, που απέφερε καρπούς μέχρι τώρα, αρχίζει να επιβραδύνεται. Ούτε το Ταμείο Ανάκαμψης θα υφίσταται στο διηνεκές ούτε η συνεχής δημοσιονομική φορολογική αφαίμαξη μπορεί να κρατήσει για πολύ ακόμη ούτε ο ρυθμός ανάπτυξης των επιχειρήσεων θα «τρέχει» με τους μέχρι τώρα ρυθμούς, ακόμη χειρότερα εάν η Ευρώπη/ευρωπαϊκές χώρες είτε μπουν σε ύφεση είτε επιβραδύνουν κι άλλο. Εάν σε αυτά προστεθεί το επιπλέον των Εξοπλιστικών, όσες ρήτρες διαφυγής και εάν εφαρμοστούν, το 5% του ΑΕΠ που έχει θέσει ως προϋπόθεση η Ουάσιγκτον αντιστοιχεί σε 10-12 δισ., δηλαδή διπλάσια όσων πληρώνει για το χρέος.

Εάν υποθέσουμε ότι όλα βαίνουν καλώς, πως τα τουριστικά έσοδα ξεπερνούν τα 21,7 δισ. (του 2024), ότι το οικονομικό επιτελείο επιταχύνει την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου (ώστε να μην είναι… μονοθεματικό), η αγροτική παραγωγή ακμάζει, οι άμεσες ξένες επενδύσεις δεν προέρχονται μόνο από το real estate, τις πωλήσεις assets του Δημοσίου, και πάλι ο λογαριασμός αρχίζει να γίνεται όλο και πιο σφικτός. Ειδικότερα, αναλύοντας το πρωτογενές πλεόνασμα, το 63% προέρχεται από περικοπές δαπανών, φτάνοντας την περίοδο Ιανουαρίου – Μαΐου σε 1,883 δισ. (έναντι στόχου για έλλειμμα 535 εκατ.), που προκύπτει, από την υπο-εκτέλεση δαπανών (2,718 δισ.).

ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ (ΦΥΛΛΟ 27/6/2025)

spot_img

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ