Η οικονομική κρίση της περασμένης δεκαετίας δεν έπληξε μόνο τα εισοδήματα των Ελλήνων, προκαλώντας τριγμούς στην αγορά εργασίας. Κλόνισε συνολικά την αίσθηση σταθερότητας και προοπτικής, γεννώντας αβεβαιότητα και αναγκάζοντας πολλούς -και ιδίως τους νέους- να αναθεωρήσουν τις φιλοδοξίες τους και να ακολουθήσουν τα μονοπάτια του συμβιβασμού ή της μετανάστευσης.
Με την ελληνική οικονομία να έχει πλέον ανακάμψει και την Τράπεζα της Ελλάδος να εκτιμά ότι το 2025 θα κορυφωθεί η ανάπτυξη, τα επαγγελματικά όνειρα των Ελλήνων έχουν μπει επίσης σε νέα τροχιά, αντανακλώντας τη μεταστροφή του κλίματος και τις νέες προτεραιότητες του εργατικού δυναμικού.
Στον πάγο τα όνειρα των Ελλήνων επί κρίσης
Οι συνέπειες της κρίσης χρέους ήταν καταστροφικές για την ελληνική αγορά εργασίας. Το 2013, καταγράφηκε το ιστορικά υψηλότερο ετήσιο ποσοστό ανεργίας (27,8%), με την ανεργία των νέων (15-24 ετών) να φτάνει το δυσθεώρητο 61%.
Το brain drain στέρησε από την ελληνική οικονομία πολύτιμο ανθρώπινο δυναμικό, ενώ όσοι έμειναν στη χώρα προσαρμόστηκαν σε συχνά δυσμενείς συνθήκες. Οι προνομιούχες θέσεις έγιναν σπάνιες, με την ανασφάλιστη και την ευέλικτη εργασία να κερδίζουν έδαφος. Παράλληλα, ένα ικανό ποσοστό των πολιτών έπαψε να νιώθει ότι ανήκει στη μεσαία τάξη, σύμφωνα με έρευνα της διαΝΕΟσις κατά τον Νοέμβριο του 2015.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, οι επαγγελματικές φιλοδοξίες μπήκαν σε δεύτερη μοίρα, με το κύριο ζητούμενο να είναι η επιβίωση. Σε έρευνα της Κάπα Research το 2014, το 59,6% των Ελλήνων δήλωνε έτοιμο να αλλάξει τομέα απασχόλησης, 4 στους 10 θα συμβιβάζονταν με τη μερική απασχόληση και το 41,9% θα δεχόταν «μαύρα» – όλα αυτά, προκειμένου να βρουν δουλειά.
Το άγχος, μάλιστα, για την οικονομική επιβίωση μεταδόθηκε από τον ενεργό πληθυσμό στα παιδιά. Ήδη το 2012, το 61% μαθητών ηλικίας 14-18 ετών δήλωνε σε έρευνα του Συνηγόρου του Παιδιού πως είχε επηρεαστεί ο επαγγελματικός τους προσανατολισμός, έχοντας αρχίσει να σκέφτονται ποιο θα ήταν το επάγγελμα που θα μπορούσε να φέρει εισόδημα στους ίδιους και στις οικογένειές τους.
Απολαβές, ευελιξία, ισορροπία: Το νέο τρίπτυχο της ιδανικής δουλειάς
Με τη σταδιακή ανάκαμψη της οικονομίας, η ψυχολογία άρχισε να μεταστρέφεται, αν και η υγειονομική κρίση που ακολούθησε και η ραγδαία εξέλιξη της τεχνολογίας δημιούργησαν με τη σειρά τους νέες συνθήκες και προκλήσεις στην αγορά εργασίας.
Η, έστω συγκρατημένη, αισιοδοξία όμως επανήλθε. Μαζί της, επέστρεψαν χιλιάδες Έλληνες που είχαν μετοικήσει στο εξωτερικό για να αναζητήσουν την τύχη τους (περίπου 350.000 άτομα αριθμεί το brain gain, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat). Το ίδιο συνέβη και στα όνειρα καριέρας.
Μεγάλη έρευνα του Jobseeker για τις dream jobs ανά τον κόσμο, βασισμένη στις αναζητήσεις των χρηστών του διαδικτύου σε όλα τα μήκη και πλάτη της Γης, αποκάλυψε πως το επάγγελμα που πρωταγωνιστούσε το 2024 στα όνειρα των Ελλήνων ήταν εκείνο του μοντέλου.
Το γεγονός ότι το μόντελινγκ βρέθηκε στην κορυφή των ιδανικών επαγγελμάτων για τους Έλληνες, όσο και αν φαινομενικά αποτελεί έκπληξη, αντικατοπτρίζει τις προτεραιότητες που θέτουν οι νεότερες γενιές για την καριέρα τους.
Για τους νεότερους Millennials, που έπεσαν πάνω στον τοίχο της ανεργίας όταν ήταν να κάνουν τα πρώτα τους επαγγελματικά βήματα, και για τους Gen Zs, που γεννήθηκαν ή μεγάλωσαν μέσα στην κρίση, ο σταθερός μισθός και η εξασφαλισμένη εργασία ήταν μάλλον ουτοπία παρά ρεαλιστικός στόχος. Δεν είναι παράδοξο που τα απόνερα των διαδοχικών κρίσεων της τελευταίας 15ετίας διαμορφώνουν ακόμα και σήμερα τις σκέψεις, τα συναισθήματα και τις αποφάσεις τους.
Αυτές οι δύο γενιές, αντί να επιδιώκουν το μοντέλο της παραδοσιακής σταθερότητας που αποτελούσε ιδανικό των γονιών και των παππούδων τους, επενδύουν στην ευελιξία, την αυτονομία και την επαγγελματική εξέλιξη. Σύμφωνα με την έρευνα 2024 Gen Z and Millennial της Deloitte, κλειδί για την ικανοποίηση από την εργασία τους είναι ο σκοπός. Παρά το γεγονός, μάλιστα, ότι το κόστος διαβίωσης αποτελεί την κύρια ανησυχία τους, δεν φοβούνται να απορρίψουν δουλειές αν αυτές δεν συμβαδίζουν με τις αξίες τους.
Οι αλλαγές στις προτεραιότητες για την επιλογή εργασίας δεν είναι, πάντως, γνώρισμα μόνο των νέων. Στην έρευνα Workmonitor 2025 της Randstad, με τη συμμετοχή ταλέντων ηλικίας 18-67 ετών, οι Έλληνες ερωτηθέντες ναι μεν ανέδειξαν την αμοιβή ως κορυφαία προτεραιότητα σε ποσοστό 85%, αλλά το 84% εξ αυτών θεωρεί, πλέον, εξίσου καθοριστικό παράγοντα την ισορροπία προσωπικής και επαγγελματικής ζωής.
Το μέλλον της εργασίας και η ανάγκη διά βίου μάθησης
Ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο που προέκυψε από την έρευνα Workmonitor 2025 είναι ότι το 36% των Ελλήνων θα άφηνε μια εταιρεία αν αυτή δεν προσέφερε ευκαιρίες ανάπτυξης δεξιοτήτων, απαραίτητων για μελλοντικές αλλαγές όπως αυτές που επιφέρει η τεχνητή νοημοσύνη.
Η απόκτηση νέων και η αναβάθμιση υφιστάμενων δεξιοτήτων (reskilling και upskilling) είναι πράγματι απαραίτητες για τους εργαζόμενους, καθορίζοντας τη δυνατότητά τους να παραμένουν ενεργοί στην αγορά εργασίας, να βελτιώνουν το εισόδημα και το βιοτικό τους επίπεδο. Η ανάπτυξη ψηφιακών δεξιοτήτων και επαγγελματιών σε σημαντικούς τομείς εξειδίκευσης αποτελεί προτεραιότητα, μάλιστα, για την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Σύμφωνα με την έκθεση για το Μέλλον της Εργασίας 2025 του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ, οι τεχνολογικές εξελίξεις, ο γεωοικονομικός κατακερματισμός, η οικονομική αβεβαιότητα, οι δημογραφικές αλλαγές και η πράσινη μετάβαση -μεμονωμένα και σε συνδυασμό- είναι μεταξύ των σημαντικότερων παραγόντων που αναμένεται να αναδιαμορφώσουν την παγκόσμια αγορά εργασίας έως το 2030.
Μέχρι το τέλος της δεκαετίας, το 39% των βασικών δεξιοτήτων στην αγορά εργασίας θα έχει αλλάξει. Αυξημένη σημασία θα έχουν, καταρχάς, οι τεχνολογικές δεξιότητες (τεχνητή νοημοσύνη, big data, κυβερνοασφάλεια), ακολουθούμενες από τη δημιουργική σκέψη, την ανθεκτικότητα, την ευελιξία, την ηγεσία, την κοινωνική επιρροή και τη διαχείριση ταλέντων.
Η διαμόρφωση των επαγγελματικών φιλοδοξιών είναι, όπως τονίζουν οι ειδικοί καριέρας του Jobseeker, προσωπική υπόθεση και εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Ωστόσο, η επένδυση σε νέες δεξιότητες και η διαρκής προσαρμογή στις εξελίξεις είναι απαραίτητες προϋποθέσεις για τους Έλληνες εργαζόμενους ώστε να μη βρεθούν ξανά σε θέση αμυνόμενου, όπως την περασμένη δεκαετία, αλλά να εξασφαλίσουν την ανταγωνιστικότητά τους στην αγορά εργασίας και το βιώσιμο επαγγελματικό τους μέλλον.