Το δυσβάσταχτο ενεργειακό κόστος που καλούνται να αντιμετωπίσουν χιλιάδες επιχειρήσεις της Θεσσαλονίκης, αποτελεί την αρχή του τέλους για κάποιες εξ αυτών, καθώς αρχικά οδηγούνται στην απόγνωση της μη καταβολής του απαιτούμενου ποσού αποπληρωμής του μηνιαίου λογαριασμού, στη συνέχεια σε διακανονισμούς, για να καταλήξουν, σε κάποιες περιπτώσεις, υπό το βάρος και άλλων ανελαστικών εξόδων και υποχρεώσεων, σε λουκέτα.
Η ζοφερή αυτή εικόνα η οποία αφορά χιλιάδες ενεργοβόρες επιχειρήσεις της πόλης, που βλέπουν από την αρχή της ενεργειακής κρίσης, σκαμπανεβάσματα στις τιμές των τιμολογίων, δε μοιάζει να έχει τέλος, με 6 στους 10 βιοτέχνες της Θεσσαλονίκης να εκτιμούν πως στο επόμενο διάστημα θα καταγράφουν και νέες αυξήσεις στα τιμολόγια της ενέργειας. Όλα αυτά την ώρα που από την αρχή τους έτους, εννιά στους 10 μικρομεσαίους είδαν αυξήσεις στα τιμολόγια με δύο στους 10 να κάνουν λόγο για άνοδο έως 30%.
Τα αποκαλυπτικά στοιχεία προκύπτουν από το Οικονομικό Βαρόμετρο που εκπονεί η Interview για λογαριασμό του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης κάθε δίμηνο και τα οποία παρουσιάζει η εφημερίδα «Θεσσαλονίκη». Μάλιστα όπως προκύπτει από την έρευνα για το διάστημα Μαρτίου – Απριλίου, τρεις στους 10 θεωρούν ότι το ενεργειακό κόστος έχει άμεσες επιπτώσεις στο κόστος παραγωγής ωστόσο, όπως απάντησαν σε σχετική ερώτηση, 6 στους 10 δεν μετακύλησαν την αύξηση της ενέργειας στα προϊόντα τους.
Την ίδια ώρα η πρόσφατη ανακοίνωση επιδότησης ρεύματος για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις με κύκλο εργασιών έως 10 εκατ. ευρώ, για το διάστημα Δεκεμβρίου 2024 – Φεβρουαρίου 2025, περισσότερο ως μέτρο «ασπιρίνη» χαρακτηρίζεται από μικρομεσαίους επιχειρηματίες, με τους οποίους συνομίλησε η «Θ». Σημειώνεται πως το ύψος της επιδότησης ανέρχεται σε 0,02 ευρώ/kWh (ή 20 €/ΜWh), όσο δηλαδή ήταν περίπου η μεσοσταθμική αύξηση το εν λόγω διάστημα σε σχέση με τη μεσοσταθμική τιμή των υπόλοιπων μηνών του 2024.
Τα μέτρα χαρακτηρίζονται ως «περιστασιακά βοηθήματα και συμβολικές επιδοτήσεις», ενώ θα έπρεπε όπως λένε επιχειρηματίες «να έχουν μόνιμο χαρακτήρα από ένα ποσό και άνω για κάθε kw». Παράλληλα επισημαίνουν την ανάγκη δημιουργίας ενός οικονομικού περιβάλλοντος με σταθερές και προσιτές τιμές ενέργειας, ικανές να στηρίξουν τη βιωσιμότητα και την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων και της ελληνικής οικονομίας.
Μη βιώσιμες πολλές επιχειρήσεις
«Το ενεργειακό κόστος έχει μετατρέψει πολλές μικρομεσαίες επιχειρήσεις, και δη αυτές που είναι εντάσεως ενέργειας σε μη βιώσιμες. Μέσα σε μια τριετία το κόστος της ενέργειας αυξήθηκε κατά 180%. Μπορεί το ενεργειακό κόστος να μην είναι ο μοναδικός λόγος που μια επιχείρηση οδηγείται σε λουκέτο, ωστόσο είναι η αρχή του κακού. Οι επιχειρήσεις σταδιακά γίνονται μη επικερδείς, καθώς πρέπει να δουλέψουν λόγου χάρη πέντε μέρες για το ρεύμα, τρεις μέρες για το ενοίκιο, άλλο τόσο για άλλα ανελαστικά έξοδα, κτλ. Δεν είναι τυχαίο πως υπάρχουν περιπτώσεις παλιών ζαχαροπλαστείων που, υπό το βάρος των εξόδων, έκλεισαν και οι ιδιοκτήτες τους βρέθηκαν υπάλληλοι σε άλλες επιχειρήσεις του κλάδου μας», λέει χαρακτηριστικά ο πρόεδρος του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης και πρόεδρος της Συντεχνίας Καταστηματαρχών Ζαχαροπλαστών Θεσσαλονίκης Μάριος Παπαδόπουλος. Σημειώνεται πως η πρόσφατη επιδότηση αφορά και τις επιχειρήσεις που έχουν κύρια δραστηριότητα αρτοποιείων – παραγωγής νωπών και διατηρούμενων ειδών ζαχαροπλαστικής και ο κλάδος με κύρια δραστηριότητα υπηρεσιών καθαρισμού. Το πλήθος των ανωτέρω επιχειρήσεων ξεπερνά τις 11.000.
«Το μέτρο θα έπρεπε να είναι οριζόντιο»
«Πριν την ενεργειακή κρίση πληρώναμε ρεύμα 800 -1.000€/μηνιαίως και τώρα πληρώνουμε 2.700 – 2.800€. Το 60% των επιχειρήσεων έχει κάνει διακανονισμούς, που σε άλλες περιπτώσεις τηρούνται, και σε άλλες όχι. Όταν μαζί με το ποσό της δόσης πρέπει να καταβληθεί και ο τρέχων λογαριασμός, τα πράγματα δυσκολεύουν» σχολιάζει η πρόεδρος του Σωματείου Αρτοποιών Θεσσαλονίκης «Ο Προφήτης Ηλίας» Έλσα Κουκουμέρια, υπογραμμίζοντας πως «αναφορικά με τους κλάδους αρτοποιών και ζαχαροπλαστών τα μέτρα που ανακοινώθηκαν θα έπρεπε να είναι οριζόντια, κάτι που συνέβη και το Μάρτιο του 2022 όταν δόθηκαν επιδοτήσεις, δεδομένου πως οι επιχειρήσεις με τζίρο άνω των 10 εκατ. ευρώ, είναι 50 – 60 επιχειρήσεις, ενώ παράλληλα θα πρέπει να δημιουργηθεί ένας μηχανισμός, που θα προβλέπει επιδοτήσεις από ένα συγκεκριμένο ποσό και άνω ανά κιλοβατώρα».
Από την αρχή της ενεργειακής κρίσης μέχρι και σήμερα, στη Βόρεια Ελλάδα λουκέτο έβαλαν 200 αρτοποιεία, κάποια μάλιστα ήταν παλιές επιχειρήσεις, εκ των οποίων τα 70 στο νόμο Θεσσαλονίκης. Σημειώνεται πως κάποιες από τις εν λόγω επιχειρήσεις ήταν κοντά στη συνταξιοδότηση, ωστόσο μέχρι το πρόσφατο παρελθόν οι επιχειρήσεις του κλάδου άλλαζαν χέρια και συνέχιζαν τη δραστηριότητα τους, κάτι που σήμερα δεν συμβαίνει εξαιτίας, μεταξύ άλλων, και του αυξημένου ενεργειακού κόστους.
Πηγή: newsbreak.gr