Πίσω από τον στρατηγικό σχεδιασμό προβάλλει μια σειρά από δύσκολα ερωτήματα: Ποιο θα είναι το τίμημα για τα ευρωπαϊκά νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις; Υπάρχουν αξιόπιστες εναλλακτικές σε επαρκείς ποσότητες και ανταγωνιστικές τιμές;
Με μια απόφαση υψηλού πολιτικού συμβολισμού, αλλά και αμφισβητούμενης οικονομικής λογικής, η Ευρωπαϊκή Ενωση φαίνεται αποφασισμένη να προχωρήσει στον πλήρη αποκλεισμό του ρωσικού φυσικού αερίου από το ενεργειακό της μείγμα έως το 2027. Ακόμα και σε ένα υποθετικό σενάριο ειρήνης στην Ουκρανία, η πρόσβαση της Ρωσίας στην ευρωπαϊκή ενεργειακή αγορά θα παραμείνει ερμητικά κλειστή. Το μήνυμα που δήλωσε χαρακτηριστικά ο επίτροπος Ενέργειας Νταν Γιόργκενσεν ήταν σαφές. Το ρωσικό αέριο δεν θα πρέπει να έχει θέση στην Ε.Ε., σηματοδοτώντας την πρόθεση της Κομισιόν να προχωρήσει σε δεσμευτική νομοθετική πρωτοβουλία τον ερχόμενο μήνα. Η πολιτική αυτή επιλογή με φόντο τη ρωσική εισβολή και τη γενικότερη γεωπολιτική αναδιάταξη έρχεται να εδραιώσει την ενεργειακή απεξάρτηση της Ευρώπης από τη Μόσχα. Ωστόσο, πίσω από τον στρατηγικό σχεδιασμό, προβάλλει μια σειρά από δύσκολα ερωτήματα: Ποιο θα είναι το τίμημα για τα ευρωπαϊκά νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις; Υπάρχουν αξιόπιστες εναλλακτικές σε επαρκείς ποσότητες και ανταγωνιστικές τιμές. Οι απαντήσεις, σύμφωνα με ειδικούς της αγοράς και αναλυτές, κάθε άλλο παρά καθησυχαστικές είναι. Η ευρωπαϊκή αγορά ενέργειας ήδη παραμένει ευάλωτη, με τις τιμές του φυσικού αερίου να κυμαίνονται σε επίπεδα σημαντικά υψηλότερα από τα προ κρίσης δεδομένα. Την ίδια στιγμή η πολυδιαφημισμένη «στροφή στο LNG» συνοδεύεται από αυξημένο κόστος, περιορισμένη διαθεσιμότητα και υποδομές που δεν επαρκούν για την κάλυψη της ζήτησης, ιδιαίτερα στην κεντρική Ευρώπη.
Το μεγαλύτερο σοκ από μια ενδεχόμενη καθολική απαγόρευση ρωσικών ενεργειακών συμβολαίων αναμένεται να δεχθούν οι βιομηχανικές μονάδες που στηρίζονται σε φθηνή και σταθερή παροχή ενέργειας για να παραμείνουν ανταγωνιστικές. Το αυξανόμενο ενεργειακό κόστος κινδυνεύει να συμπιέσει περαιτέρω τα περιθώρια κέρδους και να επιφέρει κύμα αποβιομηχάνισης, ενισχύοντας την εξάρτηση της Ευρωπαϊκής Ενωσης από τρίτες αγορές. Ιδιαίτερα έντονη είναι η ανησυχία σε χώρες όπως η Ουγγαρία και η Σλοβακία. Η Βουδαπέστη, που καλύπτει μεγάλο μέρος των ενεργειακών της αναγκών μέσω 15ετούς σύμβασης με την Gazprom, έκανε λόγο για «σοβαρό στρατηγικό λάθος», ενώ η Σλοβακία δηλώνει ανήμπορη να αντικαταστήσει τις ρωσικές προμήθειες με LNG ή άλλες πηγές, λόγω έλλειψης υποδομών. Στην πράξη, το κόστος αυτής της ενεργειακής επιλογής εκτιμάται πως δεν θα κατανεμηθεί ομοιόμορφα. Θα το επωμιστούν κατά κύριο λόγο οι Ευρωπαίοι πολίτες, μέσω αυξημένων λογαριασμών ηλεκτρικού ρεύματος και φυσικού αερίου, σε μια περίοδο που ήδη δοκιμάζονται από τον επίμονο πληθωρισμό και τις διαδοχικές κρίσεις. Η ενεργειακή ανεξαρτησία είναι ένα επιθυμητό, ίσως και απαραίτητο στρατηγικό ζητούμενο. Ομως χωρίς μια ρεαλιστική αποτίμηση κόστους – οφέλους και χωρίς επαρκείς εναλλακτικές κινδυνεύει να μετατραπεί σε ένα πολιτικό σύνθημα, με δυσβάσταχτο κοινωνικό τίμημα.
ΔΙΠΛΗ ΣΤΟΧΕΥΣΗ
Το σχέδιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης για πλήρη απεξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο δεν αποτελεί μεμονωμένη ενέργεια, αλλά εντάσσεται σε μια ευρύτερη στρατηγική ενεργειακής αυτονομίας και κλιματικής ουδετερότητας. Η διπλή στόχευση περιλαμβάνει αφενός την αποδέσμευση από γεωπολιτικά ασταθείς προμηθευτές και αφετέρου την επιτάχυνση των επενδύσεων σε ανανεώσιμες πηγές και ενεργειακή αποδοτικότητα. Ωστόσο, η ενεργειακή μετάβαση δεν είναι απλώς τεχνική υπόθεση. Απαιτεί τεράστιους οικονομικούς πόρους, υποδομές και δίκτυα, ενώ φέρνει στο προσκήνιο το καίριο ερώτημα: Ποιος θα επωμιστεί το κόστος; Οι διαφωνίες μεταξύ των κρατών-μελών είναι ήδη εμφανείς, απειλώντας να επιβραδύνουν ή και να περιορίσουν την εφαρμογή του σχεδίου. Το ενεργειακό μέλλον της Ε.Ε. διαμορφώνεται πλέον όχι μόνο σε πίνακες επενδύσεων, αλλά στο σταυροδρόμι μεταξύ πολιτικής βούλησης, οικονομικών αντοχών και κοινωνικής αποδοχής. Και εκεί η εξίσωση γίνεται σύνθετη.
Α.Σ.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ (ΦΥΛΛΟ 23/5/2025)