Την ώρα που σχεδόν οι μισές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες καταγράφουν σταθερές ή και μειωμένες τιμές ηλεκτρικής ενέργειας, η Αθήνα ξεχωρίζει για λάθος λόγους. Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση HEPI, που δημοσιεύτηκε τον προηγούμενο μήνα, η Ελλάδα εμφανίζει τη δεύτερη μεγαλύτερη αύξηση στη λιανική τιμή ρεύματος μεταξύ 33 πόλεων στην Ευρώπη, με άνοδο 6%. Την πρώτη θέση κατέχει η Νορβηγία, με αύξηση 7%, λόγω μείωσης της υδροηλεκτρικής παραγωγής.
ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΣΚΛΑΒΑΙΝΑ
Η ελληνική περίπτωση, ωστόσο, δεν αποτελεί απλώς μια συγκυριακή ανωμαλία. Αντιθέτως, αναδεικνύει βαθύτερες δυσλειτουργίες στη δομή της εγχώριας αγοράς ενέργειας. Παρά την πτώση των χονδρικών τιμών ακόμα και κάτω από εκείνες της Βουλγαρίας, τα ελληνικά νοικοκυριά βλέπουν τους λογαριασμούς τους να φουσκώνουν. Κι αυτό, εν μέρει, λόγω της αργής ενσωμάτωσης των μειώσεων από τους παρόχους, οι οποίοι βασίζουν τις τιμές τους σε παλαιότερα δεδομένα της αγοράς. Η χρέωση που υφίστανται σήμερα οι καταναλωτές αντικατοπτρίζει τις υψηλές τιμές του χειμώνα, όταν η χονδρική αγορά βρισκόταν ακόμη σε ένταση.
Αυτή η «καθρεφτική χρέωση», όπως την αποκαλούν αναλυτές, προκαλεί ασύγχρονες αποκλίσεις μεταξύ χονδρικής και λιανικής αγοράς, με τους τελικούς χρήστες να πληρώνουν το κόστος. Σε αντίθεση με χώρες της βόρειας και της κεντρικής Ευρώπης, όπου η τιμολόγηση είναι πιο δυναμική και ανταποκρίνεται ταχύτερα στις εξελίξεις, η Ελλάδα παραμένει στάσιμη, με χαμηλή ελαστικότητα τιμών. Το παράδοξο εντείνεται όταν ληφθεί υπόψη η ενεργειακή πρόοδος της χώρας. Η Ελλάδα έχει πλέον θετικό ισοζύγιο εξαγωγών – εισαγωγών ηλεκτρικής ενέργειας, για πρώτη φορά έπειτα από δύο δεκαετίες. Οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, κυρίως ο ήλιος και ο άνεμος, καλύπτουν σχεδόν το 50% της εγχώριας παραγωγής. Ωστόσο, η στοχαστική φύση της παραγωγής από ΑΠΕ προκαλεί αβεβαιότητα στην αγορά, την οποία το υφιστάμενο σύστημα αδυνατεί να διαχειριστεί αποτελεσματικά.
ΣΥΣΤΗΜΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ
Ο υφυπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Νίκος Τσάφος, επισημαίνει πως το πρόβλημα είναι συστημικό. «Το νέο ενεργειακό σύστημα πρέπει να αντέχει τις διακυμάνσεις των ΑΠΕ χωρίς να τινάζεται στον αέρα» δήλωσε στο 10ο Συμπόσιο Ενεργειακής Μετάβασης. Η λύση, κατά τον ίδιο, βρίσκεται σε τρεις άξονες: αποθήκευση ενέργειας, ευφυή κατανάλωση και ενίσχυση των εξαγωγικών δυνατοτήτων, δηλαδή σε τομείς που η Ελλάδα υπολείπεται σημαντικά. Ενδεικτική της κατάστασης είναι η θέση της Αθήνας στον ευρωπαϊκό ενεργειακό χάρτη. Με λιανική τιμή στα 24,45 λεπτά ανά κιλοβατώρα, υπερβαίνει τον μέσο όρο της Ε.Ε. (23,51€/kWh), ενώ η Ουγγαρία βρίσκεται μόλις στα 9,17 €/kWh. Αντιθέτως, η Γερμανία παραμένει η ακριβότερη, με την τιμή να καθορίζεται στα 39,82 €/kWh, αν και εκεί οι υψηλές τιμές συνδέονται με πολιτικές για τη χρηματοδότηση της ενεργειακής μετάβασης. Στην Ελλάδα τα σταθερά τιμολόγια αποδεικνύονται φθηνότερα από τα κυμαινόμενα κατά 2,30 λεπτά/κιλοβατώρα, υποδεικνύοντας είτε εμπορική στρατηγική των παρόχων είτε προσδοκία υψηλής αστάθειας στο άμεσο μέλλον. Το βέβαιο είναι πως η ελληνική αγορά χρειάζεται άμεσες μεταρρυθμίσεις, ώστε η ενεργειακή πρόοδος να αντανακλάται και στις τσέπες των πολιτών.
Φθηνό φυσικό αέριο, αλλά χωρίς… δίχτυ ασφαλείας

Η εικόνα της Αθήνας στην αγορά φυσικού αερίου εμφανίζεται θετική, τουλάχιστον προσωρινά. Με τιμή στα 9,46€/kWh, κάτω από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο (10,42 €/kWh) και της Ε.Ε.-27 (10,90€/kWh), η Αθήνα καταγράφει ένα από τα φθηνότερα τιμολόγια στην Ευρώπη. Η μείωση κατά 7% οφείλεται κυρίως στην πτώση του ολλανδικού δείκτη TTF, ο οποίος επηρεάζει άμεσα τις λιανικές τιμές. Ωστόσο, η ανακούφιση είναι εύθραυστη. Σε αντίθεση με το ηλεκτρικό ρεύμα, όπου οι τιμές ακολουθούν καθυστερημένα τις εξελίξεις, το φυσικό αέριο στην Ελλάδα παραμένει άμεσα εκτεθειμένο στις διεθνείς διακυμάνσεις, χωρίς μηχανισμούς σταθεροποίησης. Η ενεργειακή εξάρτηση γίνεται ακόμα πιο εμφανής, καθώς το φυσικό αέριο συνεχίζει να παίζει κρίσιμο ρόλο στην παραγωγή ρεύματος, ιδίως σε περιόδους χαμηλής απόδοσης των ΑΠΕ. Τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης για τον Ιούνιο προβλέπουν νέα άνοδο στις χονδρικές τιμές ρεύματος, άρα και αυξημένη πίεση για τους καταναλωτές. Η ενεργειακή αναβάθμιση της Ελλάδας παραμένει εύθραυστη χωρίς επενδύσεις σε αποθήκευση, διαχείριση ζήτησης και εσωτερική ανθεκτικότητα απέναντι στις διεθνείς κρίσεις.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ (12 ΙΟΥΝΙΟΥ 2025)