«Αν είναι καλό για την εταιρία, είναι καλό και για την οικογένεια» είχε πει κάποτε ο Αντρέ Χόφμαν, αντιπρόεδρος της ελβετικής εταιρίας Roche και τέταρτης γενιάς συνεχιστής του έργου του ιδρυτή. Τα λόγια αυτά κάθε άλλο παρά απηχούν την κατάσταση που βιώνουν οι περισσότερες ελληνικές επιχειρήσεις και δη οι βιοτεχνίες της Θεσσαλονίκης. Η έλλειψη διάδοχης κατάστασης και η οικονομική ασφυξία οδηγούν την τελευταία δεκαετία, ακόμη και μετά την οικονομική κρίση, σε περιδίνηση τη βιοτεχνία της πόλης, όπως αποκαλύπτει σε δημοσίευμά της η εφημερίδα «Θεσσαλονίκη». Οντας μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1990 η κραταιά… κυρία της ελληνικής βιοτεχνίας, η Θεσσαλονίκη, έζησε ένδοξες ημέρες με την κλωστοϋφαντουργία της περιοχής να πρωτοστατεί.
Ωστόσο, ακόμα και πριν από το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, η βιοτεχνία της Θεσσαλονίκης έμοιαζε να τρέχει με σπασμένα φρένα, μη βρίσκοντας ανάχωμα στην κατάρρευση, με αρκετές επιχειρήσεις να… ξενιτεύονται στα Βαλκάνια για φτηνότερα εργατικά χέρια. Εκείνο, ωστόσο, που αναδεικνύεται περίτρανα την τελευταία δεκαετία είναι η έλλειψη διάδοχης κατάστασης, με αποτέλεσμα επιχειρήσεις με βιώσιμη πορεία να οδηγούνται λόγω συνταξιοδότησης σε αναγκαστική παύση λειτουργίας.
Είναι χαρακτηριστικό πως από το 2014 μέχρι και το πρώτο δίμηνο του τρέχοντος έτους 6.675 επιχειρήσεις προχώρησαν σε διαγραφή από το μητρώο του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης, με τις 1.499 να οδηγούνται σε αναστολή εργασιών λόγω συνταξιοδότησης. Ενδεικτικά της κατάστασης είναι και τα πλέον πρόσφατα στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία από τις 99 βιοτεχνίες που προχώρησαν σε διαγραφή από τον Ιανουάριο μέχρι τα τέλη του Φεβρουαρίου του 2025 οι 30 οδηγήθηκαν εκτός επαγγελματικού στίβου λόγω συνταξιοδότησης. Σημειώνεται πως συνολικά κατά την εξεταζόμενη δεκαετία το ισοζύγιο μεταξύ εγγράφων – διαγραφών είναι αρνητικό, καθώς έναρξη έκαναν, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΒΕΘ, 5.206 επιχειρήσεις.
Χειρότερη χρονιά το 2014
Χειρότερη χρόνια ήταν το 2014, όποτε διαγράφηκαν 1.426 επιχειρήσεις, με δύο λόγους να υπερτερούν έναντι όλων των υπολοίπων, καθώς 859 κρίθηκαν ασύμφορες, ενώ 346 κατέβασαν ρολά καθώς δεν υπήρχε διάδοχη κατάσταση. Την εν λόγω χρονιά εγγράφηκαν 391 επιχειρήσεις. Η κατάρρευση της βιοτεχνίας, κάνοντας μια αναγωγή στις επιχειρήσεις που έκλεισαν αφορά όλο το φάσμα των κλάδων που έχει στο μητρώο του το ΒΕΘ από κλωστοϋφαντουργία, ένδυση, οπτικά και έπιπλο μέχρι κομμωτήρια και συνεργεία αυτοκινήτων, συνεχίστηκε, με το ισοζύγιο να παραμένει αρνητικό μέχρι και το 2019, όποτε οι εγγραφές άρχισαν οριακά να αυξάνονται έναντι των διαγραφών.
Το 2019 οι εγγραφές (521) ήταν αυξημένες κατά 1,9%, με τον αριθμό των επιχειρήσεων που κρίνονταν ασύμφορες να περιορίζεται. Ωστόσο, η συνταξιοδότηση συνέχισε να αποτελεί ρυθμιστή των διαγραφών. Εναν χρόνο αργότερα οι εγγραφές ήταν 556, ενώ οι διαγραφές άγγιξαν τις 386 (εκ των οποίων οι 131 ήταν λόγω συνταξιοδότησης).
Και ενώ τις χρονιές που μεσολάβησαν ο αριθμός των επιχειρήσεων που κρίνονταν ασύμφορες είχε περιοριστεί, με τις συνταξιοδοτήσεις να συνεχίζουν τις… πτήσεις πάνω από τις 100 κατ’ έτος, το 2024 ο αριθμός των ασύμφορων άρχισε πάλι να αυξάνεται. Συγκεκριμένα, έναρξη έκαναν 623 επιχειρήσεις, σε διαγραφή προχώρησαν 430 βιοτεχνικές επιχειρήσεις, εκ των οποίων 125 κρίθηκαν ασύμφορες, ενώ οι 132 οδηγήθηκαν σε κλείσιμο λόγω συνταξιοδότησης.
Ποια είναι η επόμενη ημέρα για τις ΜμΕ

Ερωτηθείς ο πρόεδρος του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης (ΒΕΘ), Μάριος Παπαδόπουλος (φωτό), για την επόμενη ημέρα της βιοτεχνίας λέει χαρακτηριστικά: «Παρά το γεγονός πως οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις χαρακτηρίζονται η ραχοκοκαλιά της οικονομίας, εντούτοις κάποιες συνεχίζουν να ταλαιπωρούνται, μη μπορώντας να αντισταθμίσουν τις απώλειες από τις διαδοχικές κρίσεις από το 2009 κι έπειτα. Τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν και αναχαιτίζουν την αναπτυξιακή τους ορμή και συχνά τις εξωθούν να δίνουν προτεραιότητα στην επιβίωση και όχι στον μετασχηματισμό τους είναι οι ανατιμήσεις, οι οικονομικές υποχρεώσεις, η έλλειψη ρευστότητας και φυσικά, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του ΒΕΘ, το ζήτημα της διαδοχής».
«Για να μπορέσει η βιοτεχνία να αντεπεξέλθει απαιτείται μια δέσμη δημοσιονομικών, ρυθμιστικών, καθώς και ελεγκτικών μέτρων, που αφενός θα διαμορφώνουν ένα περιβάλλον υγιούς ανταγωνισμού, αφετέρου θα ενισχύουν τη διπλή μεγάλη πρόκληση που έχουν μπροστά τους, αν θέλουν να παραμείνουν ανταγωνιστικές, τον ψηφιακό μετασχηματισμό και την πράσινη μετάβαση. Παράλληλα, χρειαζόμαστε στοχευμένες ενέργειες, που θα αίρουν φορολογικές και μη μισθολογικές επιβαρύνσεις, καθώς και τα υπάρχοντα εμπόδια της πρόσβασης στον δανεισμό» σχολιάζει ο κ. Παπαδόπουλος.
Η διαδοχή οικογενειακών επιχειρήσεων σε αριθμούς
Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία:
Το 30% (3 στις 10) των οικογενειακών επιχειρήσεων επιβιώνει με τη μετάβαση στη δεύτερη γενιά.
Το 10% (1 στις 10) των οικογενειακών επιχειρήσεων καταφέρνει να διατηρήσει την οικογενειακή επιχείρηση με τη μετάβαση στην τρίτη γενιά.
Το 3% (3 στις 100) καταλήγει στην τέταρτη γενιά.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ (18 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2025)