Μια ιστορία 70 ετών: από το παντοπωλείο του 1956 στην Καστοριά, στο deal με το fund SMERC, τη φετινή εξαγορά και τις νέες επενδύσεις
Του ΜΙΧΑΛΗ ΚΟΣΜΕΤΑΤΟΥ
Τα αγαθά που προσφέρει απλόχερα στον άνθρωπο η μάνα γη αξιοποιεί στα σχεδόν 70 χρόνια της διαδρομής της στην αγορά η Αροσις. Τα όσπρια, ειδικότερα, αποτελούν, πέρα από έναν διαχρονικό διατροφικό θησαυρό για το τραπέζι του μέσου Ελληνα, ένα προϊόν «σήμα κατατεθέν» και για την ίδια.
Μια ελληνική οικογενειακή επιχείρηση από την περιφέρεια, η οποία γράφει τη δική της ιστορία, από γενιά σε γενιά, στην παραγωγή οσπρίων, από τις κορυφαίες στην κατηγορία της, κατάφερε -κατά τα φαινόμενα- να «αλλάξει επίπεδο», με τη στήριξη ενός από τα πιο ισχυρά funds ελληνικών συμφερόντων την τελευταία τριετία: του SMERemediumCap, με επικεφαλής του τον Νίκο Καραμούζη, διακεκριμένο στέλεχος του τραπεζικού κλάδου, που δραστηριοποιείται στον χώρο των επενδύσεων με το συγκεκριμένο σχήμα, ουσιαστικά από το 2019.
Ο κλάδος των τροφίμων ανήκει σε αυτούς που τέθηκαν εξαρχής στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος για το SMERC και όχι άδικα. Τα παραδοσιακά ελληνικά όσπρια της Καστοριάς και των Πρεσπών, οι φακές, τα φασόλια, τα ρεβίθια, αποδεικνύονται… χρυσάφι.

Φωτιάδης
Το γεγονός ότι άνοιξαν πια νέοι επιχειρηματικοί ορίζοντες για την Αροσις επιβεβαιώθηκε πριν από λίγο καιρό, μεταξύ άλλων, από ένα σημαντικό γεγονός: την πρόσφατη εξαγορά της εταιρίας Προϊόντα Γης Βοΐου. Ενα από τα deals του 2025 στον τομέα των τροφίμων που διατηρείται στην πρώτη γραμμή των εξελίξεων, όπως και η παράλληλη προσπάθεια για την ενίσχυση της πρωτογενούς παραγωγής -και δη της αγροτικής- στη χώρα.
Η πορεία της Αροσις άρχισε από το παντοπωλείο που συσκεύαζε όσπρια σε σάκους ο Θωμάς Στογιαννίδης, στη Βασιλειάδα Καστοριάς. Τον παππού της οικογένειας, ο οποίος προμηθευόταν τα αγαθά της γης των Πρεσπών και της Καστοριάς από τα χωράφια των συγχωριανών του και αρχικά τα διένειμε χύμα στις λαϊκές αγορές, σε γύρω πόλεις και χωριά, προτού κατηφορίσει προς την Αθήνα. Η οικογένειά του έδωσε τη συνέχεια, με την πάροδο των δεκαετιών: το 1968 ο γαμπρός του, Γιάννης Φωτιάδης, και η κόρη του Ελένη Στογιαννίδη-Φωτιάδη λανσάρουν στην ελληνική αγορά συσκευασμένα φασόλια και φακές Καστοριάς σε πακέτα του μισού κιλού και το 1970 προχωρούν στις πρώτες εξαγωγές ελληνικών οσπρίων στις ΗΠΑ.
Το 1996-97 αναλαμβάνει η τρίτη γενιά, στο πρόσωπο του υιού Φωτιάδη, Τρύφωνα, ο οποίος πιστώνεται την κυκλοφορία συσκευασμένων ελληνικών οσπρίων βιολογικής γεωργίας της βραβευμένης Αροσις, που διαθέτει μια πλήρη σειρά των προϊόντων: το 2014 αποκτά επτά κωδικούς Προστατευόμενης Γεωγραφικής Ενδειξης (ΠΓΕ) και το 2019 διαθέτει ήδη 34 προϊόντα οσπρίων και ρυζιού από οκτώ νομούς της Ελλάδας. Σήμερα προμηθεύεται τα προϊόντα της από παραγωγούς σε δυτική Μακεδονία, Λάρισα, Σέρρες, Δράμα, Θεσσαλονίκη, Φθιώτιδα κ.λπ.
Τρία χρόνια αργότερα (2022) έρχεται η επένδυση του SMERC, με την απόκτηση στρατηγικού ποσοστού, το 2023 η εταιρία «γυρίζει» κέρδη και έρχονται σημαντικές επενδύσεις, με αποκορύφωμα το φετινό deal για την Προϊόντα Γης Βοΐου. Η «εκκίνηση» για την υλοποίηση του νέου πλάνου δόθηκε: επενδύσεις 5,2 εκατ. ευρώ κατευθύνονται για την επέκταση των παραγωγικών εγκαταστάσεων και την προσθήκη νέου μηχανολογικού εξοπλισμού, ενώ ενισχύονται οι εξαγωγές των δύο εταιριών. Περίπου το 20% από τον τζίρο των Άροσις και Προϊόντα Γης Βοΐου προέρχεται από πωλήσεις στο εξωτερικό: για τη μεν Άροσις από αγορές σε Ευρώπη, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Ηνωμένες Πολιτείες και Καναδά, με νέους σταθμούς Λιθουανία, Λετονία, Εσθονία. Για τη δε Προϊόντα Γης Βοΐου σε χώρες όπως οι Γερμανία, Αμερική, Γαλλία, Βέλγιο, Κύπρος, Βρετανία, Ολλανδία.
Οι δύο όψεις ενός νομίσματος και η στήριξη των αγροτών
Το ακριβές μέγεθος της εγχώριας αγοράς οσπρίων είναι δύσκολο να υπολογιστεί με ακρίβεια για πολλούς λόγους. Πρώτον, το ύψος της παραγωγής ανά είδος ποικίλλει ανάλογα με τις καιρικές και άλλες συνθήκες από έτος σε έτος, δεύτερον, πωλούνται από πολλά σημεία, χύμα ή τυποποιημένα (καταστήματα τροφίμων, λαϊκές αγορές, διαδικτυακές πωλήσεις) και, τρίτον, αρκετές πηγές επικαλούνται το γεγονός ότι η Ελλάδα αναγκάζεται να εισάγει υψηλές ποσότητες οσπρίων από άλλες χώρες για να μπορέσει να καλύψει τις ανάγκες των καταναλωτών, όπως, π.χ., σύμφωνα με διαθέσιμες πληροφορίες, από Τουρκία, Αίγυπτο, Ινδία, Μεξικό, ΗΠΑ, Κίνα κ.ά.
Οι συνολικές πωλήσεις φέρεται ότι άγγιξαν τα 200 εκατ. ευρώ, με βάση στοιχεία του 2023. Κάποιες επιχειρήσεις του κλάδου διαθέτουν τη δυνατότητα να εξάγουν μέρος της παραγωγής τους.
Κάθε νόμισμα, ωστόσο, έχει δύο όψεις. Συνολικά ο ελληνικός κλάδος οσπρίων παρουσιάζει σταθερή παραγωγή και κατανάλωση, με σημαντική εξάρτηση από τις εισαγωγές για την κάλυψη της εγχώριας ζήτησης. Σε κάθε περίπτωση, η στήριξη των αγροτών και της ελληνικής παραγωγής δεν παύει να αποτελεί ένα μεγάλο στοίχημα.
Οι άξονες του νέου πλάνου
Η ηγέτιδα στα βιολογικά και συμβατικά όσπρια Αροσις, μετά την απόκτηση του μετοχικού ελέγχου της Προϊόντα Γης Βοΐου, με έδρα τον νομό Κοζάνης, ενδυναμώνει τη θέση της στην ελληνική παραγωγή και θέτει υπό υλοποίηση ένα νέο business plan. Στόχος της, η μεγαλύτερη ανάπτυξη των δύο εταιριών και η ενίσχυση της διανομής των προϊόντων τους στα σούπερ μάρκετ, στη μικρή λιανική και στο εξωτερικό.
Οπως είχαν αναφέρει πληροφορίες το προηγούμενο διάστημα, οι δύο εταιρίες θα μπουν κάτω από την ομπρέλα της Amitos. Εκεί έχει υπαχθεί επίσης η 3s Organics, στην οποία επένδυσε το SMERC τον Οκτώβριο, και δραστηριοποιείται στην παρασκευή μπαρών δημητριακών, ενώ πρόκειται να υπαχθεί και η εταιρία φρούτων Fruvenco.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ (ΦΥΛΛΟ 23/5/2025)