Οι συνιδρυτές της Kooreloo μιλούν στην «DEALnews» για τις προκλήσεις της εξωστρέφειας, αλλά και τον ρόλο της Πολιτείας στην ενίσχυση του επιχειρείν και της οικογένειας
ΤΟΥ ΜΙΧΑΗΛ ΓΕΛΑΝΤΑΛΙ
Μέσα στην καρδιά της ελληνικής οικονομικής κρίσης, δύο έμπειρα τραπεζικά στελέχη αποφάσισαν να επαναπροσδιορίσουν τη ζωή και την καριέρα τους από την αρχή. Ο Αλέξης Κρασανάκης και η Λίλα Καραγιάννη, συνιδρυτές της Kooreloo, άφησαν πίσω τους μια σταθερή διαδρομή δεκαετιών στον χρηματοοικονομικό τομέα και επέλεξαν να επενδύσουν σε ένα εγχείρημα με έμπνευση, αλλά και με υψηλό ρίσκο. Η Kooreloo γεννήθηκε σχεδόν αυθόρμητα, με αφετηρία ένα αντικείμενο συναισθηματικά φορτισμένο -την παραδοσιακή κουρελού- και εξελίχθηκε σε ένα brand μόδας με διεθνή παρουσία και αισθητική αναγνωρίσιμη σε παγκόσμια κλίμακα. Με προϊόντα της να φιλοξενούνται σε διεθνή έντυπα όπως τα «US Vogue», «Tatler», «UK Vogue» και με συνεργασίες που δίνουν έμφαση στη βιωσιμότητα και τη δεξιοτεχνία, η Kooreloo αποτελεί παράδειγμα του πώς η ελληνική δημιουργικότητα μπορεί να μετουσιωθεί σε παγκόσμια επιχειρηματική πρόταση.
Ο Αλέξης Κρασανάκης μιλά στην «DEALnews» για το πώς ξεκίνησε αυτό το ταξίδι, τις στρατηγικές που οδήγησαν στην καθιέρωση του brand, τις προκλήσεις της εξωστρέφειας, αλλά και για τον ρόλο της Πολιτείας στην ενίσχυση της επιχειρηματικότητας και της οικογένειας. «Η πρώτη μεγάλη απόφαση ήταν όταν επιλέξαμε, εγώ και η Λίλα, να αφήσουμε πίσω καριέρες που μας παρείχαν σταθερότητα, κύρος και οικονομική ασφάλεια στον τραπεζικό τομέα για κάτι αβέβαιο, αλλά αυθεντικό. Η αφετηρία μας, μέσα στην καρδιά της οικονομικής κρίσης, μπορεί να φαντάζει αντιφατική, αλλά γι’ αυτό ακριβώς λειτούργησε. Οταν τα πάντα γύρω καταρρέουν, η φλόγα μέσα σου φωνάζει. Καθοριστικές στιγμές ήταν η πρώτη παρουσία μας στο εξωτερικό, οι παραγγελίες από concept stores σε Παρίσι, Νέα Υόρκη και Λος Αντζελες, οι πρώτες αναφορές σε διεθνή ΜΜΕ, η στιγμή που είδαμε ένα προϊόν μας στη “Vogue” Αμερικής, αλλά και σε σειρά του Netflix (“You”). Ξεχωριστή σημασία είχε η ένταξή μας στο Seaqual Initiative, επιβεβαιώνοντας την οικολογική μας κατεύθυνση. Ολες αυτές οι στιγμές μάς έδωσαν ώθηση να συνεχίσουμε, ακόμα κι όταν οι συνθήκες ήταν αντίξοες».
Το εγχείρημα «γεννήθηκε» μέσα στην κρίση, «παιδί» των συνθηκών ή πηγή έμπνευσης; «Η Koorello είναι και τα δύο. Και ίσως η ισορροπία αυτή -μεταξύ αναγκαιότητας και δημιουργικής παρόρμησης- είναι και η βαθύτερη πηγή της αυθεντικότητάς της. Αν έπρεπε να το δούμε σαν νοητή ζυγαριά, το ζύγι της έμπνευσης ανήκει πρωτίστως στη Λίλα, ενώ το ζύγι των συνθηκών -της πίεσης για αλλαγή- έπεσε κυρίως σε εμένα. Για τη Λίλα το ξεκίνημα ήταν μια καθαρή δημιουργική έκρηξη. Η πρώτη τσάντα, από μια παλιά κουρελού της γιαγιάς της, δεν ήταν προϊόν στρατηγικής, αλλά μιας συναισθηματικής παρόρμησης. Ενα χειροποίητο αντικείμενο, φορτισμένο με μνήμες, χρώματα και οικογενειακά σύμβολα, που έγινε χωρίς πρόθεση να πουληθεί – και τελικά έγινε η βάση ενός brand με παγκόσμια αναγνώριση. Ετσι, όταν ήρθε η Kooreloo στη ζωή μας, δεν ήταν απλώς μια “ιδέα για brand”. Ηταν ένα εσωτερικό κάλεσμα. Ενα πέρασμα από τη διοίκηση της συρρίκνωσης στη δημιουργία του καινούργιου. Ενα αντίβαρο ψυχικής επιβίωσης. Δεν θεωρώ καθόλου τυχαίο το timing. Ηταν η στιγμή που ακουμπούσα τα όριά μου, και η Kooreloo ήρθε σαν απάντηση». Η Λίλα Καραγιάννη δεν είναι σχεδιάστρια με την τετριμμένη έννοια. Είναι μια καλλιτέχνις που εκφράζεται με εικόνες, χρώματα και υφές. Η ζωγραφική, η αγάπη της για το χειροποίητο και το συμβολικό, η βαθιά της σύνδεση με τη μεσογειακή παράδοση αλλά και την παγκόσμια αισθητική, όλα αυτά ενσωματώθηκαν οργανικά στις δημιουργίες της. Κάθε συλλογή της έχει υπόβαθρο, θεματική, προσωπική αφήγηση. Κάνει τις Kooreloo να ξεχωρίζουν. Δεν φτιάχνει αντικείμενα μαζικής παραγωγής. Δημιουργεί statement pieces.
ΥΠΟΜΟΝΗ ΚΑΙ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ
Τι χρειάστηκε για να έρθει η αναγνώριση; Ο Αλέξανδρος Κρασανάκης είναι ξεκάθαρος: «Η επιτυχία μας δεν ήρθε από τη μια μέρα στην άλλη. Χρειάστηκε υπομονή, στρατηγική και βαθιά πίστη στο προϊόν. Από την πρώτη στιγμή το branding βρισκόταν στο επίκεντρο της στρατηγικής μας όχι ως ένα εργαλείο προβολής, αλλά ως μια ολιστική προσέγγιση που διαπερνά κάθε πτυχή της εταιρίας. Το brand δεν ήταν απλώς το όνομα ή το λογότυπό μας, ήταν η ποιότητα των προϊόντων, το ύφος της εξυπηρέτησης, η αισθητική συνέπεια, το επίπεδο της ομάδας, ο τρόπος που μιλούσαμε με τους πελάτες και τους συνεργάτες μας. Αυτό μάς οδήγησε φυσικά σε μια λογική ολικής ποιότητας (total quality management): από τις πρώτες ύλες μέχρι τις ανθρώπινες σχέσεις. Δώσαμε ιδιαίτερη σημασία στο customer service και σε αυτό βοήθησαν οι παραστάσεις και οι εμπειρίες μου από τα χρόνια σπουδών μου στη Βοστόνη. Στοιχεία-κλειδιά ήταν επίσης η αυθεντικότητα, η αισθητική με έντονη ταυτότητα, η ποιότητα στην κατασκευή και η προσήλωσή μας στο χειροποίητο».
Συμβουλεύει δε έναν νέο που θέλει να δοκιμάσει το όνειρό του να μη φοβηθεί να αρχίσει. Αλλά να αρχίσει με καθαρότητα προθέσεων και ειλικρίνεια απέναντι στον εαυτό του. Για το δε θέμα της χρηματοδότησης, απαντά πως σήμερα υπάρχουν εργαλεία: μικρο-χρηματοδοτήσεις, επιδοτήσεις, συνεργατικά σχήματα, ακόμα και crowdfunding. Αλλά το σημαντικότερο είναι η αυτογνωσία: να ξέρεις τι ζητάς από το κεφάλαιο και πώς θα το χρησιμοποιήσεις. «Μια μικρή εταιρία χρειάζεται ευελιξία, όχι υπερβολικές δεσμεύσεις. Με τη συνδρομή των νέων τεχνολογιών, το Instagram ήταν για εμάς ένα “ψηφιακό κατάστημα”, ένα παράθυρο στον κόσμο. Χωρίς αυτό δύσκολα θα φτάναμε σε κοινό εκτός Ελλάδας τόσο γρήγορα. Ταυτόχρονα, το e-shop μας και το digital marketing μάς έδωσαν πρόσβαση σε αγορές που παραδοσιακά ήταν κλειστές. Χρησιμοποιούμε εργαλεία ανάλυσης, δεδομένων, αυτοματισμών όχι για να “αντικαταστήσουμε” τη σχέση με τον πελάτη, αλλά για να την ενισχύσουμε. Η τεχνολογία μάς έδωσε ευελιξία, ακρίβεια και πρόσβαση. Αλλά έδωσε και χρόνο» επισημαίνει.
Η ΥΠΟΓΕΝΝΗΤΙΚΟΤΗΤΑ
Εύλογο το ερώτημα στο αν υπάρχει «χρυσή τομή» ανάμεσα στην οικογένεια και την καριέρα, καθώς η Λίλα άφησε τον τραπεζικό χώρο και είναι μητέρα τριών παιδιών. «Υπάρχει, αλλά συχνά δεν είναι εύκολη. Απαιτεί στήριξη, κατανόηση και ρεαλισμό. Η Λίλα πήρε δύσκολες αποφάσεις, αλλά ήξερε τι ήθελε: να είναι παρούσα στη ζωή των παιδιών μας, χωρίς να παραιτηθεί από τη δημιουργία. Για εμάς, η οικογένεια δεν ήταν εμπόδιο. Ηταν η έμπνευση. Υπάρχουν στιγμές που τα παιδιά μας συμμετέχουν στην καθημερινότητα της εταιρίας, παρακολουθούν το όραμά μας να εξελίσσεται. Αυτό από μόνο του είναι ανεκτίμητο» τονίζει. Ο ίδιος και ως πατέρας και ως επιχειρηματίας παίρνει θέση και στο μείζον πρόβλημα της υπογεννητικότητας: «Ισως η σοβαρότερη απειλή για το μέλλον της Ελλάδας – και δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι πρόκειται για υπαρξιακό ζήτημα. Η Πολιτεία συχνά το προσεγγίζει ως απλό στατιστικό δείκτη, όταν στην πραγματικότητα απαιτεί στρατηγικό σχεδιασμό σε βάθος χρόνου. Χρειάζονται ενίσχυση της οικογένειας, ουσιαστική στήριξη στα νέα ζευγάρια, στήριξη στις μονογονεϊκές οικογένειες, επένδυση σε παιδικές δομές, επιδοτούμενη στέγη, ευέλικτες εργασιακές πολιτικές, φορολογικά κίνητρα και το σημαντικότερο στήριξη της γυναίκας. Και εδώ δεν μπορούμε να αγνοούμε τον ρόλο της ένταξης των μεταναστών. Και ας μιλήσουμε και πρακτικά: η ελληνική μεταποίηση έχει ήδη αρχίσει να πληρώνει το τίμημα αυτής της στροφής. Στην Kooreloo πριν από λίγα χρόνια με μια αγγελία για γαζωτή δεχόμασταν δέκα τηλεφωνήματα μέσα σε τρεις μέρες. Σήμερα για την ίδια θέση, αν είμαστε τυχεροί, λαμβάνουμε μία απάντηση μέσα σε έναν μήνα. Χιλιάδες νοικοκυραίοι αλλοδαποί με τεχνογνωσία έχουν εγκαταλείψει τη χώρα, όχι επειδή δεν είχαν δουλειά, αλλά επειδή δεν είχαν σεβασμό και αίσθηση ασφάλειας. Αν η Πολιτεία θέλει πραγματικά να αντιμετωπίσει τη δημογραφική κρίση, πρέπει να αγκαλιάσει τόσο τον Ελληνα όσο και τον φιλοξενούμενο ξένο. Οχι μόνο για λόγους ανθρωπιάς (οι οποίοι εξυπακούονται για ένα έθνος με τόση εκτός-συνόρων διασπορά), αλλά και για λόγους καθαρά οικονομικής βιωσιμότητας».
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ (ΦΥΛΛΟ 11/7/2025)