Την αρετές ευρωπαϊκής τραπεζικής ενοποίησης υποστηρίζει σθεναρά ο αντιπρόεδρος της ΕΚΤ Λουίς ντε Γκίντος. Σύμφωνα με τον ίδιο, η δημιουργία πανευρωπαϊκών τραπεζών είναι απαραίτητη για την ολοκλήρωση της ενιαίας αγοράς και την ενίσχυση της ευρωπαϊκής οικονομίας, ενώ για τα επιτόκια λέει ότι όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοιχτά.
Μιλώντας σε συνέντευξή του στο ιταλικό πρακτορείο ειδήσεων Ansa που δημοσιεύθηκε την Τρίτη στον ιστότοπο της ΕΚΤ, είπε: Όσον αφορά την τρέχουσα οικονομική κατάσταση, δεν έχουμε καλά νέα όσον αφορά την ανάπτυξη, αλλά έχουμε καλά νέα όσον αφορά τον πληθωρισμό.
«Όσον αφορά στην ανάπτυξη, έχουμε αναθεωρήσει προς τα κάτω τις προβλέψεις μας δύο φορές – πριν από το καλοκαίρι και τον Σεπτέμβριο. Βλέπουμε ότι οι καθοδικοί κίνδυνοι που εντοπίσαμε αποκρυσταλλώνονται, κυρίως επειδή η κατανάλωση δεν ανακάμπτει όπως αναμενόταν. Παρόλο που το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα έχει αυξηθεί, επειδή οι μισθοί καλύπτουν τον προηγούμενο πληθωρισμό, τα νοικοκυριά δεν αυξάνουν τις δαπάνες τους», τόνισε.
«Αυτό θα μπορούσε να οφείλεται σε διαρθρωτικούς παράγοντες, συμπεριλαμβανομένης της έλλειψης εμπιστοσύνης λόγω του προηγούμενου πληθωρισμού, της πανδημίας ή των γεωπολιτικών κινδύνων. Είναι όμως σαφές ότι η ανάκαμψη της κατανάλωσης δεν πραγματοποιείται με τον ρυθμό που είχαμε προβλέψει προηγουμένως», σημείωσε.
Για τον πληθωρισμό, συμβαίνει το αντίθετο σύμφωνα με τον Ντε Γκίντος. «Τα τελευταία στοιχεία είναι καλά, τόσο από την άποψη του γενικού όσο και του υποκείμενου πληθωρισμού. Οι περισσότερες μετρήσεις του υποκείμενου πληθωρισμού μειώνονται και είμαστε βέβαιοι ότι θα είμαστε σε θέση να επιτύχουμε τον στόχο μας του 2% μεσοπρόθεσμα κατά τη διάρκεια του 2025».
Για τα επιτόκια ο αντιπρόεδρος της ΕΚΤ, ανέφερε, όσον αφορά τις πιθανές μελλοντικές περικοπές, είμαστε πολύ σαφείς ότι θα κρατήσουμε όλες τις επιλογές ανοιχτές στις επόμενες συνεδριάσεις, τόσο όσον αφορά τον αριθμό των περικοπών όσο και το μέγεθος αυτών των περικοπών. Αυτό όμως που έχει μεγαλύτερη σημασία για τη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής και την επίδραση των χρηματοπιστωτικών συνθηκών στη συνολική ζήτηση είναι η μεσοπρόθεσμη πορεία, η οποία είναι προφανώς αυτή ενός κύκλου χαλάρωσης. Η λεπτομερής ρύθμιση της νομισματικής πολιτικής είναι πολύ σύνθετη και το σημαντικό σήμα είναι η μεσοπρόθεσμη τροχιά», τόνισε.
«Αν θέλετε μια ενιαία τραπεζική αγορά, πρέπει να έχετε γνήσιες πανευρωπαϊκές τράπεζες. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η διασυνοριακή ενοποίηση του τραπεζικού τομέα είναι σημαντική», δήλωσε, μεταξύ άλλων, ο Ντε Γκίντος.
«Δεν συζητώ την ουσία των μεμονωμένων περιπτώσεων, αλλά κατά την άποψή μου, η ευρωπαϊκή προσέγγιση πρέπει να υπερισχύει της εθνικής. Αυτός είναι ο δρόμος προς τα εμπρός για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση», πρόσθεσε.
«Αυτή η αρχή πρέπει να είναι συνεπής από όλες τις πλευρές και σε όλα τα είδη των καταστάσεων. Κατά τη γνώμη μου, μια φιλοευρωπαϊκή προσέγγιση για την ολοκλήρωση της οικονομίας, του τραπεζικού συστήματος και των κεφαλαιαγορών θα πρέπει να είναι αυτή που θα επικρατήσει για όλα τα υπό συζήτηση θέματα, συμπεριλαμβανομένης της μεταρρύθμισης του ESM . Η κύρωση της μεταρρυθμισμένης Συνθήκης για τον ESM θα ήταν μια ξεκάθαρη φιλοευρωπαϊκή απόφαση», υπογράμμισε ο Ντε Γκίντος.
Απαντώντας στην κριτική για την επιφυλακτικότητα της ΕΚΤ στη μείωση των επιτοκίων ο Λουίς ντε Γκίντος ανέφερε ότι η Κεντρική Τράπεζα ακούει «όλες τις απόψεις προσεκτικά και με ανοιχτό μυαλό».
«Θα έλεγα στους Ιταλούς και τους Ευρωπαίους πολίτες ότι είναι σημαντικό να είμαστε προσεκτικοί και συνετοί», δήλωσε ο ντε Γκίντος σε συνέντευξή του στο ANSA.
«Έχουμε μειώσει τα επιτόκια και η πορεία της νομισματικής μας πολιτικής είναι πολύ σαφής, αλλά το επίπεδο αβεβαιότητας είναι τεράστιο και δεν μπορούμε να κάνουμε λάθη», πρόσθεσε.
Ο Ντε Γκίντος εμφανίστηκε επιφυλακτικός ως προς την οικονομική ανάπτυξη της ευρωζώνης. Δήλωσε ότι η ΕΚΤ δεν μπορεί να προσφέρει «καλά νέα» για την οικονομική ανάπτυξη της Ευρωζώνης στο ορατό μέλλον.
Παρόλα αυτά, τόνισε ότι υπάρχουν καλά νέα όσον αφορά τον πληθωρισμό και την αποπληθωριστική διαδικασία. «Οι περισσότερες μετρήσεις του πληθωρισμού μειώνονται και είμαστε βέβαιοι ότι θα είμαστε σε θέση να επιτύχουμε τον στόχο μας του 2% μεσοπρόθεσμα κατά τη διάρκεια του 2025», δήλωσε ο αντιπρόεδρος.