Οι «δράκοι» που καίνε την ανάπτυξη και το επιχειρείν

Πίσω από την εικόνα του «Ελλάδα 2.0», η πιο πρόσφατη ετήσια έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου φέρνει στο φως σοβαρές ελλείψεις του κράτους που θέτουν σε κίνδυνο την ελληνική οικονομία.

Πίσω από τη «βιτρίνα» του «Ελλάδα 2.0», η τελευταία ετήσια έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου αποκαλύπτει τις επικίνδυνες ανεπάρκειες του κράτους για την ελληνική οικονομία.

ΤΟΥ ΝΑΣΟΥ ΧΑΤΖΗΤΣΑΚΟΥ

Πίσω από τη «βιτρίνα» που τόσο επιμελώς και με τόσο… χρήμα έχει διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια σε σχέση με τον, τάχα, εκσυγχρονισμό του κράτους (με το σλόγκαν «Ελλάδα 2.0» εδώ και καιρό να ηχεί σαν έναν κακόγουστο αστείο σε πολλούς ανθρώπους της οικονομίας και στην κοινωνία), η τελευταία ετήσια έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου (Ε.Σ.) για το έτος 2023, που παραδόθηκε μόλις πριν από δύο εβδομάδες στη Βουλή, φέρνει στην επιφάνεια «δράκους» οι οποίοι συνεχίζουν να «σκοτώνουν» το υγιές επιχειρείν και να λειτουργούν, εύλογα, άκρως αποτρεπτικά για όσους ξένους επενδυτές θα ήθελαν να προχωρήσουν σε σοβαρές τοποθετήσεις στη χώρα μας.

Μακριά από τα βραβεία της… αριστείας, τα οποία αφειδώς μοιράζονται μέσω τηλεοπτικών παραθύρων, ακριβοπληρωμένων εκδηλώσεων επικοινωνιακού χαρακτήρα και ανακοινώσεων «αυτοθαυμασμού» από τους επικεφαλής των αρμόδιων για την οικονομία υπουργείων, η έκθεση του ενός εκ των τριών ανώτατων δικαστηρίων της Ελλάδας επιβεβαιώνει ότι το κράτος σε κομβικούς τομείς βρίσκεται ακόμη πολύ πίσω από τα δεδομένα του υπόλοιπου δυτικού κόσμου. Με βάση το τελευταίο συγκεντρωτικό πόρισμα του Ε.Σ. το οποίο παραδόθηκε στη Βουλή, οι «πληγές» του Ελληνικού Δημοσίου φαίνεται ότι όχι μόνο δεν έχουν επουλωθεί τα τελευταία χρόνια, αλλά, αντιθέτως, σε αρκετούς τομείς μεγαλώνουν, προκαλώντας ισχυρά εμπόδια στην ανάπτυξη της οικονομίας και συγκεκριμένα του υγιούς επιχειρείν.

Το ανώτατο δικαστήριο κάνει λόγο για ανεπαρκές σύστημα φορολογικών ελέγχων, αδυναμία εφαρμογής προϋπολογισμού για τα αναπτυξιακού χαρακτήρα προγράμματα, ξεπερασμένα πληροφοριακά συστήματα, αναποτελεσματική παρακολούθηση του κρατικού προϋπολογισμού (Κ.Π.), αποκλίσεις μεταξύ του Ολοκληρωμένου Πληροφοριακού Συστήματος Δημοσιονομικής Πολιτικής (ΟΠΣΔΠ) και του TAXISnet, παράβαση της ειλικρίνειας (!), λόγω μη συμπερίληψης ορισμένων εσόδων και εξόδων στον Κ.Π., όργιο απευθείας αναθέσεων, γεγονός το οποίο σε καμία περίπτωση δεν ενισχύει τον υγιή ανταγωνισμό και τη διασφάλιση του δημόσιου χρήματος, καθώς και αύξηση των απλήρωτων και ληξιπρόθεσμων κρατικών υποχρεώσεων προς ιδιώτες.

Στο ίδιο πλαίσιο, στην τελευταία ετήσια έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου υπογραμμίζονται τέσσερις κίνδυνοι για τη δημοσιονομική βιωσιμότητα της ελληνικής οικονομίας, οι οποίοι είναι οι εξής: α) το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, β) το επενδυτικό κενό, γ) η μείωση του εργατικού δυναμικού λόγω και του συνεχιζόμενου «brain drain» και δ) η απουσία μέτρων αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής.

Παράλληλα, το Ε.Σ. επισημαίνει ότι το δημόσιο χρέος, παρά τη μείωσή του ως ποσοστού επί του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (ΑΕΠ), παραμένει ζητούμενο και επί της ουσίας αφήνει να εννοηθεί ότι σύντομα θα απαιτηθεί ακόμα μία μεγάλη ασφαλιστική μεταρρύθμιση (μια εξέλιξη η οποία προβλέπεται να υλοποιηθεί προς τα τέλη της τρέχουσας δεκαετίας, σύμφωνα με εκτιμήσεις πολιτικών παραγόντων).

Αναποτελεσματικότητα

Ενδεικτική της αναποτελεσματικότητας και των χρόνιων παθογενειών του κράτους, που παραμένουν στον απόηχο του σλόγκαν… «Ελλάδα 2.0», είναι η ανεπάρκεια που διαπιστώνει το Ελεγκτικό Συνέδριο στους φορολογικούς ελέγχους. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την τελευταία ετήσια έκθεσή του, αν και μια σχετική πρόοδος έχει επιτευχθεί, τα προβλήματα συνοψίζονται, μεταξύ άλλων, στα εξής:

  • Οι «παράγοντες κινδύνου» δεν είναι επαρκώς στοχευμένοι στο είδος και το μέγεθος των επιχειρήσεων, δεν διασφαλίζεται η αντιμετώπιση κατά ισοδύναμο τρόπο του κινδύνου φοροδιαφυγής από όλες τις ελεγκτικές υπηρεσίες.
  • Οι ελεγκτικές υπηρεσίες μεταβάλλουν, με στερεοτυπικές αιτιολογίες, τον πίνακα προτεραιοποίησης, προτάσσοντας τις εκκρεμείς υποθέσεις τους, τους υποχρεωτικούς ελέγχους και τις υπό παραγραφή περιπτώσεις.
  • Δεν έχουν θεσπιστεί κανόνες, ούτε υφίστανται επαρκείς δικλίδες που να διασφαλίζουν την αιτιολόγηση της παράκαμψης των ελέγχων που περιλαμβάνονται στον πίνακα προτεραιοποίησης (με ό,τι αυτό το γεγονός συνεπάγεται…).
  • Διαπιστώθηκε η παροχή ευρύτατης διακριτικής ευχέρειας στις ελεγκτικές υπηρεσίες για την επιλογή των υποθέσεων που θα ελεγχθούν, με συνέπεια να μη διασφαλίζεται ισότητα μεταχείρισης των φορολογουμένων σε όλη την επικράτεια.
  • Το σύστημα διασφάλισης των ικανοτήτων του ελεγκτικού προσωπικού χρήζει διαρκούς ανάπτυξης.
  • Το σύστημα διασφάλισης της ακεραιότητας στον φοροελεγκτικό μηχανισμό εμφανίζει αδυναμίες.

Απευθείας αναθέσεις: Τα ευρήματα του ανώτατου δικαστηρίου αποκαλύπτουν αδιαφάνεια και αυθαιρεσία

vouli paper

Η πρόσφατη ετήσια έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου επιβεβαιώνει και το «όργιο» των απευθείας αναθέσεων σε βάρος του υγιούς ανταγωνισμού και της προστασίας του δημόσιου χρήματος που λαμβάνει χώρα τα τελευταία χρόνια και κυρίως από την «κρίση του Covid-19» μέχρι σήμερα.

Το ανώτατο δικαστήριο της χώρας έλεγξε 64 δημόσιους φορείς και ένα δείγμα 5.073 συμβάσεων το 2023, εντοπίζοντας πρακτικές που δύνανται να εγείρουν υπόνοιες καταχρηστικής προσφυγής σε αυτές, αδιαφάνειας και αυθαιρεσίας. Τα τραγικά συμπεράσματα που προκύπτουν είναι τα εξής:

  1. Δεν αιτιολογείται επαρκώς ο απρόβλεπτος και επείγων χαρακτήρας των αναγκών που καλύπτονται με προσφυγή στη διαδικασία με διαπραγμάτευση. Οι αναθέτοντες φορείς ταυτίζουν το «απρόβλεπτο» με το «επείγον».
  2. Σε πολλές περιπτώσεις δεν καθορίζεται με σαφήνεια το αντικείμενο της σύμβασης, ούτε προκύπτει ο τρόπος υπολογισμού της εκτιμώμενης δαπάνης. Δεν αποδεικνύεται προηγούμενη έρευνα αγοράς.
  3. Δεν παρέχονται εχέγγυα διαφάνειας ως προς την επιλογή του αναδόχου και τον καθορισμό του τιμήματος, ιδίως όταν διενεργούνται επανειλημμένες αναθέσεις στον ίδιο ανάδοχο. Δεν υφίστανται προκαθορισμένα και επομένως επαληθεύσιμα κριτήρια επιλογής όσων καλούνται να υποβάλουν προσφορά. Δεν γίνεται διαπραγμάτευση του τιμήματος. Προσφέρονται χαμηλά έως μηδενικά ποσοστά έκπτωσης. Συστήματα ηλεκτρονικής αγοράς δεν εφαρμόζονται ευρέως.
  4. Οι δημόσιοι φορείς δεν διαθέτουν σύστημα αξιολόγησης των καταγγελιών και αξιοποίησης αυτών για τη βελτίωση της ακεραιότητας της διαδικασίας των απευθείας αναθέσεων.

Δεν «μετρούν» -και ούτε πρόκειται να αλλάξει κάτι σύντομα- τις επιδόσεις των προγραμμάτων

Ακόμα ένα ενδεικτικό των μεγάλων αδυναμιών του ελληνικού κράτους που παραμένουν ανεπίλυτες είναι το γεγονός ότι οι αρμόδιοι φορείς (υπουργεία κ.ά.) δεν «μετρούν» τις επιδόσεις των αναπτυξιακών και όχι μόνο προγραμμάτων, όπως προκύπτει από τις έρευνες που έκανε το Ελεγκτικό Συνέδριο στο πλαίσιο της άσκησης του ρόλου του.

Οπως αναφέρεται στην τελευταία ετήσια έκθεσή του, «το Ε.Σ. προέβη σε επισκόπηση της υλοποίησης από τη διοίκηση του πρώτου σταδίου σχεδιασμού και υλοποίησης προϋπολογισμού προγραμμάτων». Ο προϋπολογισμός προγραμμάτων, σύμφωνα με το ανώτατο δικαστήριο, αποτελεί ένα σημαντικό εργαλείο της σύγχρονης δημοσιονομικής διακυβέρνησης, με το οποίο δίνεται έμφαση στην κατανομή των δημόσιων πόρων ανά πρόγραμμα και στις επιμέρους δράσεις αυτού, καθώς και στη χρηματοδότηση στόχων κυβερνητικής πολιτικής.

Το Ελεγκτικό Συνέδριο, μέσα από την έρευνά του, κατέληξε στα εξής συμπεράσματα:

  • Τα υπουργεία και οι λοιποί εμπλεκόμενοι φορείς δεν έχουν προσαρμόσει κατάλληλα τα οργανογράμματά τους, ούτε έχουν αναπτύξει κατάλληλη μεθοδολογία διαχείρισης με εσωτερικές διαδικασίες για την ανάπτυξη των υπό υλοποίηση προγραμμάτων, υποπρογραμμάτων και δράσεων.
  • Τα υπάρχοντα πληροφοριακά συστήματα των υπουργείων και των εποπτευόμενων φορέων τους δεν έχουν παραμετροποιηθεί ή προσαρμοστεί στον αναγκαίο βαθμό για την επαρκή υποστήριξη της καταγραφής και της ανάλυσης των στοιχείων για την παρακολούθηση των δεικτών επίδοσης των προγραμμάτων που πιλοτικά υλοποιούν.
  • Τα αρμόδια επιτελικά όργανα σχεδιασμού της μεταρρύθμισης δεν ανταποκρίθηκαν επαρκώς στον συντονιστικό τους ρόλο.
  • Η επιλογή των γενικών και οριζόντιων κατά κανόνα δεικτών για τη μέτρηση της επίδοσης των προγραμμάτων υπονομεύει σε μεγάλο βαθμό την αποτελεσματική παρακολούθησή τους (αποδεικνύονται ακατάλληλοι και απρόσφοροι για την ακριβή μέτρηση της επίδοσής τους).
  • Οι μονάδες εσωτερικού ελέγχου δεν έχουν ακόμη ενεργό ρόλο στο νέο σύστημα κατάρτισης και εκτέλεσης του κρατικού προϋπολογισμού βάσει προγραμμάτων και επιδόσεων.

Τα 4 SOS για τη δημοσιονομική βιωσιμότητα και οι προκλήσεις του Ασφαλιστικού

Το ανώτατο δικαστήριο, προχωρώντας με βάση την τελευταία ετήσια έκθεσή του στον έλεγχο επί του απολογισμού και του ισολογισμού του κράτους για το οικονομικό έτος 2022, ανέδειξε τα μεγάλα προβλήματα που εξακολουθούν να υφίστανται και που σε καμία περίπτωση δεν παραπέμπουν σε μια σύγχρονη χώρα του δυτικού κόσμου.

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα ευρήματα του Ε.Σ., διαπιστώθηκαν τα εξής:

(α) Αποκλίσεις (!) μεταξύ των στοιχείων στα πληροφοριακά συστήματα της κεντρικής διοίκησης (ΟΠΣΔΠ και TAXISnet).

(β) Παράβαση των αρχών της καθολικότητας, της ειλικρίνειας και ακρίβειας που διέπουν την κατάρτιση του Προϋπολογισμού, λόγω μη συμπερίληψης ορισμένων εσόδων και εξόδων.

(γ) Αύξηση των απλήρωτων και ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων της κεντρικής διοίκησης κατά ποσοστό 27,92% και 54,87%, αντίστοιχα, σε σχέση με το 2021 και πλημμελή τήρηση από ορισμένους φορείς του Μητρώου Δεσμεύσεων.

(δ) Σοβαρές αδυναμίες στα συστήματα εκκαθάρισης και πληρωμής της μισθοδοσίας στην κεντρική διοίκηση!

Επίσης, από την παρακολούθηση της πορείας των βασικών μακροοικονομικών μεγεθών, το Ε.Σ. ανέδειξε μέσα από την έκθεσή του τέσσερις σημαντικούς κινδύνους, οι οποίοι υφίστανται και δυνητικά μπορούν να επηρεάσουν αρνητικά τη δημοσιονομική βιωσιμότητα:

  1. Το Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών (ΙΤΣ) είναι διαχρονικά ελλειμματικό ως ποσοστό του ΑΠΕ. Κατά το έτος 2022 εκτοξεύτηκε στο 10,3% ως προς το ονομαστικό ΑΕΠ, από 6,8% το 2021.
  2. Το επενδυτικό κενό το οποίο εξακολουθεί να διευρύνεται (σύμφωνα και με το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής ο λόγος επενδύσεων προς ΑΕΠ βρίσκεται το 2023 στο 13,9% του ΑΕΠ, ενώ ο μέσος όρος της ευρωζώνης για το ίδιο έτος είναι 22,2%), προκαλώντας ανησυχίες για το «τι μέλλει γενέσθαι» όταν σταματήσει η ροή των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης, το 2026.
  3. Η μείωση του εργατικού δυναμικού, η μετανάστευση εξειδικευμένων εργαζομένων («brain drain») και το δημογραφικό πρόβλημα, που θα μεγιστοποιηθούν την επόμενη δεκαετία.
  4. Η μη συστηματική παρακολούθηση της κλιματικής αλλαγής και το ισχυρό ενδεχόμενο τυχόν δυσμενείς εξελίξεις να επηρεάσουν την εκτέλεση των μελλοντικών κρατικών προϋπολογισμών και τους μακροοικονομικούς δείκτες.

Οσον αφορά τη δημόσια ασφάλιση, το Ε.Σ. εκτιμά ότι μπροστά υπάρχουν σημαντικές προκλήσεις: η συνεχής αύξηση του αριθμού των συνταξιούχων κάτω των 70 ετών και του δείκτη γήρανσης του πληθυσμού, και η διατήρηση σε υψηλά επίπεδα της ετήσιας συνταξιοδοτικής δαπάνης. Συμπερασματικά προκύπτει ότι σύντομα (μέχρι τα τέλη της δεκαετίας) ακόμα μία μεγάλη ασφαλιστική μεταρρύθμιση θα πραγματοποιηθεί, προφανώς αυξάνοντας το όριο ηλικίας για πλήρη συνταξιοδότησης πάνω το 67ο έτος που είναι σήμερα.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ (ΦΥΛΛΟ 6/12/2024)

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ