Τελικά στην Ελλάδα δεν επένδυαν…. εταιρίες

Την τελευταία 3ετία ο μόνος τομέας που δείχνει να παλεύει και να τα καταφέρνει είναι ο εταιρικός

Μόνο 16,1 δις ευρώ οι επιχειρηματικές επενδύσεις το 2007, όταν η συνολική αξία «χτύπησε» ιστορικό υψηλό στα 58,5 δις ευρώ.

Λέγαμε πως είχαμε επενδύσεις προ κρίσης, αλλά τελικά αυτό που πραγματικά γινόταν ήταν κατοικίες από ιδιώτες. Μόνο το ένα τέταρτο της επενδυτικής «πίτας» προερχόταν από επιχειρηματική δραστηριότητα, δείχνοντας τα «ξύλινα πόδια» της ανάπτυξης που βίωνε τότε στους αριθμούς η ελληνική οικονομία. Με γνωστή τη συνέχεια και μία μικρή ακτίδα φωτός να διαφαίνεται την τελευταία 3ετία: το επενδυτικό κενό παραμένει μεγάλο, αλλά ο μόνος τομέας που δείχνει να παλεύει και να καταφέρνει να επανέρχεται στα προ Μνημονίων επίπεδα είναι ο εταιρικός.

Η καθαρά επιχειρηματική επενδυτική δραστηριότητα, σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛ.ΣΤΑΤ. και της Κομισιόν, ήταν μόνο 16,1 δισ. ευρώ το 2007, όταν η συνολική αξία των επενδύσεων χτύπησε ιστορικό υψηλό στα 58,5 δισ. ευρώ. Το κράτος συνείσφερε με 11,3 δισ. ευρώ (κυρίως μέσα από τα κοινοτικά κονδύλια) και τα νοικοκυριά, μέσω της οικοδομικής τους δραστηριότητας, με το πιο μεγάλο ποσό, με 31 δισ. ευρώ!

Μετά άρχισε η ελεύθερη πτώση της κρίσης και των Μνημονίων, που έφεραν καίριο πλήγμα σε όλα: και σε επιχειρήσεις αλλά και στους πολίτες, και στο κρατικό επενδυτικό χρήμα, το οποίο, επίσης, δεν έχει ανακάμψει πλήρως. Το αποτέλεσμα ήταν η συνεχής συρρίκνωση των επενδύσεων με ιστορικό «χαμηλό» το 2015, όταν περιορίστηκαν στα 19,6 δισ. ευρώ στο σύνολό τους, εκ των οποίων 8,8 δισ. ευρώ ήταν οι επιχειρηματικές επενδύσεις, 6,8 δισ. ευρώ οι κρατικές και 3,3 δισ. ευρώ οι επενδύσεις των νοικοκυριών, που ήταν και ο πιο αδύναμος κρίκος της κρίσης, σε ελεύθερη πτώση.

Η ανάκαμψη άρχισε τα χρόνια που ακολούθησαν, με τις επενδύσεις να ξεπερνούν το όριο των 20 δισ. ευρώ το 2017 και να κάνουν νέο άλμα μετά το 2021, με τη στήριξη και του Ταμείου Ανάκαμψης, φτάνοντας πέρσι στα 36,3 δισ. ευρώ. Και πάλι τα επίπεδα του 2024 παραμένουν πολύ μακριά από τις προ κρίσης επιδόσεις, κυρίως λόγω της δυστοκίας των νοικοκυριών (με 8,8 δισ. ευρώ επενδυτικές δαπάνες), αλλά και του κράτους (με 8,8 δισ. ευρώ).

Η άνοιξη των επιχειρηματικών δαπανών

Τα καλά νέα είναι πως οι επιχειρηματικές επενδύσεις πήραν πλέον «μπρος», με επίδοση 18,2 δισ. ευρώ. Δηλαδή, κατάφεραν να επιστρέψουν σε τρέχουσες τιμές στα (χαμηλά) προ κρίσης επίπεδα, αλλά και ως αναλογία να είναι πλέον σχεδόν το ήμισυ των συνολικών. Το ύψος είναι και πάλι χαμηλό βεβαίως για τα διεθνή δεδομένα, αλλά και λαμβάνοντας υπόψη τον πακτωλό κονδυλίων που υπάρχουν.

Ωστόσο, η άνοδος στις επιχειρηματικές επενδύσεις συνιστά ένδειξη ανθεκτικότητας, αλλά και πως κάτι αλλάζει στο εταιρικό πεδίο της Ελλάδας. «Τα τελευταία τρία χρόνια το σύνολο του κεφαλαιουχικού εξοπλισμού της ελληνικής οικονομίας βρίσκεται σε φάση σταδιακής ανάκαμψης, ποιοτικό χαρακτηριστικό που αναμένεται να συνεχιστεί το 2025 και το 2026» αναφέρει η Eurobank σε ανάλυσή της για το θέμα. Επισημαίνει, επίσης, πως ο περαιτέρω εκσυγχρονισμός του κεφαλαιουχικού εξοπλισμού της ελληνικής οικονομίας -συνοδευόμενος από τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις για την ενίσχυση του ανταγωνισμού- μπορεί να αυξήσει την παραγωγικότητα της εργασίας και τον δυνητικό ρυθμό μεγέθυνσης.

Την 8ετία 2017-2024 η μέση ετήσια αύξηση της πραγματικής ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας στην Ελλάδα ήταν 1,8% και οι συνολικές ώρες εργασίας ενισχύθηκαν, με μέσο ρυθμό 1,6% (κυρίως λόγω αύξησης του αριθμού των απασχολούμενων ατόμων), όταν το αντίστοιχο μέγεθος για την παραγωγικότητα της εργασίας ήταν μόλις 0,3%. Οι κλάδοι της μεταποίησης, των κατασκευών και οι επαγγελματικές, επιστημονικές, τεχνικές, διοικητικές και υποστηρικτικές δραστηριότητες παρουσιάζουν τις καλύτερες επιδόσεις σε όρους μέσης ετήσιας αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας την περίοδο 2017-2024. Αντιθέτως, οι κλάδοι της γεωργίας, της δασοκομίας και της αλιείας (και λόγω «Daniel»), του εμπορίου, των μεταφορών, της αποθήκευσης, των καταλυμάτων και της εστίασης και του δημόσιου τομέα καταγράφουν μείωση της παραγωγικότητας της εργασίας…

Κενό 12,1 δισ. ευρώ στον παραγωγικό κλάδο

Το «ονομαστικό» αυτό ύψος των ετήσιων επενδύσεων δεν δείχνει την πλήρη εικόνα, εξηγεί η Eurobank σε μελέτη της. Βάζει στο «κάδρο» και τον παράγοντα των αποσβέσεων που πρέπει να αφαιρούνται και κατά μέσο όρο φτάνουν στα 30 δισ. ευρώ τον χρόνο ή τα 10-15 δισ. ευρώ για τις επιχειρηματικές επενδύσεις. Οι καθαρές επενδύσεις, λοιπόν, μετά αποσβέσεων είναι προφανώς πολύ πιο χαμηλές σε αξία: 5,8 δισ. ευρώ το 2024 στο σύνολο της οικονομίας έναντι 24,6 δισ. ευρώ το 2006. Η τιμή ήταν αρνητική (αποεπένδυση) τα χρόνια της κρίσης αλλά και έως πολύ πρόσφατα, έως και το 2021.

Αυτή η αρνητική επίδοση οδήγησε σε ένα επενδυτικό κενό 75,5 δισ. ευρώ για το σύνολο της οικονομίας ή 12,1 δισ. ευρώ για τον επιχειρηματικό κλάδο (και πολύ πιο μεγάλο, στα 58,5 δισ. ευρώ) για τα νοικοκυριά! Μαζί με το κράτος η μείωση καθαρών επενδύσεων ήταν 17,1 δισ. ευρώ από το 2010 έως σήμερα και 37,3 δισ. ευρώ την περίοδο 2010-2021, με τη Eurobank να επισημαίνει πως «αυτό το μέγεθος είναι περισσότερο αντιπροσωπευτικό της συρρίκνωσης των παραγωγικών δυνατοτήτων της ελληνικής οικονομίας σε όρους απωλειών φυσικού κεφαλαίου»

Ο μηχανισμός των καθαρών επενδύσεων είναι ο εξής: οι επενδύσεις παγίων προσθέτουν φυσικό κεφάλαιο (π.χ., νέες υποδομές, εργοστάσια, εξοπλισμός τεχνολογίας) και ενισχύουν τις παραγωγικές δυνατότητες της οικονομίας. Πρέπει όμως να αφαιρείται και το κομμάτι του φυσικού κεφαλαίου που αποσβένεται και αποσύρεται από την παραγωγική διαδικασία (π.χ., λόγω τεχνολογικής απαξίωσης, αυξανόμενου κόστους λειτουργίας, συντήρησης). Ετσι καθαρή άνοδο επενδύσεων έχουμε όταν το φυσικό κεφάλαιο που προστίθεται στην οικονομία υπερβαίνει το φυσικό κεφάλαιο που αποσύρεται.

 

ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ (30 ΜΑΙΟΥ 2025)

- Διαφήμιση -
spot_img

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

spot_img

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ