Τα προβλήματα της οικονομίας φρενάρουν την ανάπτυξη

Η «Dealnews» αποκαλύπτει τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν σε εκδήλωση που διοργάνωσε το Ελληνικό Παρατηρητήριο του LSE, στο Λονδίνο.

Οι τελευταίες δραματικές εξελίξεις, με τη στρατιωτική σύγκρουση Ισραήλ και Ιράν, πύκνωσαν τα σύννεφα πάνω από την ελληνική οικονομία, καθώς μια παρατεταμένη σύγκρουση θα πλήξει την εύθραυστη και αναιμική ανάκαμψη των τελευταίων ετών. Μια ελληνική οικονομία που χαρακτηρίζεται από σοβαρές και χρόνιες διαρθρωτικές αδυναμίες, οι οποίες σε περιόδους κρίσεων επανεμφανίζονται με ακόμα μεγαλύτερη ένταση, ενώ ακόμη παραμένουν ανοικτές οι πληγές που προκάλεσαν η οικονομική κρίση και οι πολιτικές των Μνημονίων της προηγούμενης δεκαετίας.

Στο πλαίσιο αυτό ιδιαίτερο ενδιαφέρον είχαν όσα ειπώθηκαν στη συζήτηση που διοργάνωσε το ελληνικό παρατηρητήριο του London School of Economics and Political Science, με τους επικεφαλής των τμημάτων οικονομικής ανάλυσης των τεσσάρων συστημικών τραπεζών, καθώς οι απόψεις που διατυπώθηκαν για την κατάσταση και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας διαφοροποιούνται σε πολλά σημεία από την ωραιοποιημένη εικόνα που προβάλλουν το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης και ο πρωθυπουργός. Κοινό ήταν το συμπέρασμα πως, αν δεν επιλυθούν τα δομικά προβλήματα που παρουσιάζει η ελληνική οικονομία, οι μακροπρόθεσμες αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας θα παραμείνουν περιορισμένες.

Ειδικότερα, όπως ειπώθηκε, παρά την ανάπτυξη των τελευταίων ετών, έχει ανακτηθεί μόλις το 44% του πραγματικού ΑΕΠ που χάθηκε κατά την περίοδο της κρίσης. Για να φτάσουμε στα επίπεδα του 2008, σε χρονικό διάστημα μικρότερο της δεκαετίας, οι ετήσιοι ρυθμοί ανάπτυξης πρέπει να κινούνται στο 2,4% κατά μέσο όρο τα προσεχή χρόνια. Με επιβράδυνση του ετήσιου ρυθμού ανάπτυξης κάτω από το 2%, όπως προβλέπουν αρκετοί αναλυτές από το 2027 και μετά, όταν και θα έχουν ολοκληρωθεί τα έργα του Ταμείου Ανάκαμψης, η ανάκτηση των απωλειών δεν θα συμβεί πριν από το 2034 στην καλύτερη περίπτωση.

ΑΝΗΣΥΧΙΑ

Ομως το πιο ανησυχητικό στοιχείο είναι ότι παραμένουν αναλλοίωτες η σύνθεση και η ποιότητα της οικονομικής δραστηριότητας, δηλαδή το παραγωγικό μοντέλο της χώρας. Η ιδιωτική κατανάλωση αποτελεί το 70% του ΑΕΠ, πολύ πάνω από τον μέσο όρο της Ε.Ε., ο οποίος βρίσκεται στο 52%. Την ίδια στιγμή οι ακαθάριστες επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου, παρά την άνοδο που σημειώνουν με τη βοήθεια και των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, βρίσκονται στο 15,3% του ΑΕΠ, πολύ χαμηλότερα από τον μέσο όρο της Ε.Ε. Επιπλέον, μεγάλο μερίδιο τόσο της κατανάλωσης όσο και των επενδύσεων εξαρτάται από το εξωτερικό (εισαγωγές προϊόντων, πρώτων υλών και κεφαλαιουχικών αγαθών), με αποτέλεσμα να καταγράφονται συνεχώς μεγάλα ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.

Σε ό,τι αφορά τις εξαγωγές αυξάνονται μεν, αλλά αφορούν λίγους τομείς όπως ο τουρισμός και τα τρόφιμα. Αυτό σημαίνει ότι είναι αναγκαίες τόσο η μεγαλύτερη διαφοροποίηση, με ανάδειξη και άλλων εξαγωγικών κλάδων, όσο και η εξαγωγή περισσότερων προϊόντων, με υψηλότερη προστιθέμενη αξία. Διαφορετικά η ανάπτυξη θα είναι ασθενική και θα παραμείνει ευάλωτη σε εξωτερικά σοκ. Ακόμα επισημάνθηκε πως από τη στιγμή που η αύξηση των εξαγωγών οδηγεί και σε αύξηση των εισαγωγών ενεργειακών και κεφαλαιακών αγαθών, είναι απαραίτητο να δοθεί προσοχή όχι μόνο στην άνοδο των εξαγωγών, αλλά και στην υποκατάσταση των εισαγωγών από εγχωρίως παραγόμενα προϊόντα.

Οπως επισημάνθηκε κατά τη διάρκεια της συζήτησης, είναι ιδιαίτερα σημαντικό η πολιτική ηγεσία να διασφαλίσει ότι η ανάπτυξη, εκτός από βιώσιμη, θα είναι και συμπεριληπτική, όπου η βελτίωση των οικονομικών δεικτών θα αποτυπώνεται και στο επίπεδο ζωής των πολιτών.

Επενδύσεις σε real estate και διαχείριση δανείων

Ο δείκτης της παραγωγικότητας της εργασίας παραμένει χαμηλότερα από τον αντίστοιχο μέσο όρο της Ε.Ε. και για να αλλάξει αυτό θα απαιτηθούν περισσότερες στρατηγικές επενδύσεις σε παραγωγικές δραστηριότητες έντασης γνώσης και υψηλής τεχνολογίας. Οπως σημειώθηκε σχετικά, οι ξένες άμεσες επενδύσεις κυρίως προσανατολίζονται σε μη παραγωγικούς τομείς όπως είναι το real estate και η διαχείριση δανείων. Την ίδια στιγμή οι εγχώριες ιδιωτικές επενδύσεις παραμένουν χαμηλότερες των προσδοκιών, παρά τις ευνοϊκότερες συνθήκες όπως η άνοδος της κερδοφορίας των επιχειρήσεων, η αφθονία ευρωπαϊκών κεφαλαίων και το χαμηλότερο χρηματοοικονομικό κόστος. Αν δεν υπάρξει ποιοτική και ποσοτική αναβάθμιση των επενδύσεων, η Ελλάδα θα πορευτεί σε ένα αναπτυξιακό πρότυπο χαμηλής προστιθέμενης αξίας και μειωμένης ανθεκτικότητας.

Αυξημένοι φόροι για χαμηλής ποιότητας υπηρεσίες

Μπορεί να βελτιώνονται οι οικονομικοί δείκτες, αλλά τα νοικοκυριά εκφράζουν δυσαρέσκεια και απαισιοδοξία για το μέλλον, όπως δείχνουν διάφορες έρευνες. Κατά την παρέμβασή του ο Ηλίας Λεκκός, επικεφαλής Οικονομικής Ανάλυσης και Επενδυτικής Στρατηγικής του Ομίλου Τράπεζας Πειραιώς, υποστήριξε ότι αυτό το φαινόμενο οφείλεται στη μετάβαση από ένα κοινωνικό μοντέλο χαμηλής φορολογικής συμμόρφωσης και ταυτόχρονα χαμηλής προσφοράς δημόσιων υπηρεσιών σε ένα μοντέλο υψηλής και συνεχώς αυξανόμενης συμμόρφωσης, αλλά χωρίς την αντίστοιχη βελτίωση των προσφερόμενων δημόσιων υπηρεσιών. Ειδικότερα, από τη μία πλευρά καταγράφεται αυξημένη φορολογική επιβάρυνση της κατανάλωσης των νοικοκυριών, καθώς ο «αποτελεσματικός φορολογικός συντελεστής στην κατανάλωση» (δηλαδή ο λόγος φόρων κατανάλωσης που έχουν εισπραχθεί προς την προ φόρων κατανάλωση) διαμορφώνεται πλέον στα επίπεδα του 21,7%, αισθητά υψηλότερος από το 17,2% στην Ε.Ε.

Από την άλλη, έχουμε την παροχή χαμηλής ποιότητας δημόσιων υπηρεσιών από το κράτος στα νοικοκυριά έναντι των φόρων αυτών. Και αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι οι πολίτες αναλώνουν δικούς τους πόρους για να καλύψουν τις ανάγκες τους σε βασικές υπηρεσίες. Ειδικότερα τα ελληνικά νοικοκυριά αφιερώνουν το 7,7% των δαπανών τους για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη (έναντι 3,7% στην Ε.Ε.) και το 3,4% για εκπαίδευση (έναντι 0,9% στην Ε.Ε.).

ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ (ΦΥΛΛΟ 20/6/2025)

- Διαφήμιση -
spot_img

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

spot_img

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ