Να εξαλείψει την πρόοδο που βήμα βήμα κατάφερε να πετύχει η Ελλάδα κατά τα προηγούμενα χρόνια σε επίπεδο δημοσιονομικής σταθεροποίησης απειλεί ο νέος στόχος για αμυντικές δαπάνες ίσες με το 5% του ΑΕΠ κάθε κράτους-μέλους του NATO.
Του ΚΩΣΤΑ ΑΠΟΣΤΟΛΟΠΟΥΛΟΥ
Η πρόσφατη συμφωνία στη Χάγη, στο πλαίσιο της συνόδου της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας, για αύξηση των αμυντικών δαπανών των κρατών-μελών, η οποία επικυρώθηκε και από τη Σύνοδο Κορυφής της Ε.Ε., οδηγεί την Ευρώπη -αλλά και την Ελλάδα- σε ένα νέο αμυντικό δόγμα με οικονομικό αποτύπωμα ιστορικών διαστάσεων. Το νέο όριο δαπανών, που αυξάνεται από το μέχρι πρότινος 2% του ΑΕΠ στο 5% έως το 2035, ανατρέπει τους οικονομικούς σχεδιασμούς της χώρας σε κρίσιμα μέτωπα που έχουν να κάνουν με τη δημοσιονομική μας βιωσιμότητα.
ΠΩΣ ΘΑ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΘΕΙ
Η Ελλάδα, ως γνωστόν, ήταν από εκείνα τα μέλη του ΝΑΤΟ που ξόδευαν αρκετά για την άμυνά της και προ της νέας συμφωνίας. Κατά μέσο όρο δαπανά περί το 2,5% του ΑΕΠ της για εξοπλισμούς και άλλες αμυντικές δαπάνες, ενώ, αν συνυπολογιστεί και το εξοπλιστικό πρόγραμμα-μαμούθ που έχει εξαγγείλει ο πρωθυπουργός σε βάθος δωδεκαετίας (ύψους 25 δισ. ευρώ), οι δαπάνες της θα ανέρχονται στο 3%. Ωστόσο, ούτε αυτά είναι αρκετά για να «πιαστεί» ο νέος στόχος.
Εκ των πραγμάτων, η εφαρμογή της συμφωνίας από την ελληνική κυβέρνηση οδηγεί στην έναρξη ενός επιπλέον πακέτου εξοπλιστικών δαπανών, περί τα 25 δισ. ευρώ, προκειμένου να φτάσει η χώρα στο 5% του ΑΕΠ της και το οποίο θα πρέπει να ξεδιπλωθεί έως το 2030.
Πώς θα χρηματοδοτηθεί αυτό το επιπλέον πρόγραμμα; Σε διαφορετικό δημοσιονομικό περιβάλλον, όπως αυτό του προηγούμενου Συμφώνου Σταθερότητας, η Ελλάδα θα μπορούσε να ανταποκριθεί ευκολότερα στις νέες αμυντικές απαιτήσεις, αξιοποιώντας το υψηλό πρωτογενές πλεόνασμα που εμφανίζει, το οποίο το 2024 ανήλθε στα 11,4 δισ. ευρώ ή περίπου 4,8% του ΑΕΠ.
Ωστόσο, το νέο ευρωπαϊκό πλαίσιο αλλάζει τους κανόνες του παιχνιδιού. Η έμφαση μετατοπίζεται από το ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος στον ρυθμό αύξησης των καθαρών δημόσιων δαπανών. Πλέον δεν αρκεί μια χώρα να διατηρεί θετικό ισοζύγιο, πρέπει και να συγκρατεί τις δαπάνες της εντός συγκεκριμένων ορίων που θέτει η Κομισιόν, βάσει της δυναμικής του χρέους της.
Στην πράξη αυτό σημαίνει πως η Ελλάδα δεν μπορεί να προχωρήσει σε νέες δαπάνες απλώς επειδή έχει πλεόνασμα, αν αυτές οι δαπάνες ξεπερνούν τα επιτρεπόμενα όρια αύξησης.
Ακόμα και η «λύση» της ρήτρας διαφυγής, η αρχιτεκτονική της οποίας σχεδιάστηκε προ της απόφασης του ΝΑΤΟ, δεν επαρκεί να δώσει απάντηση στο πρόβλημα, καθώς «καλύπτει» μόλις έως +1,5% αύξηση δαπανών κατ’ έτος. Κάθε επιπλέον ποσοστό θα οδηγήσει τη χώρα μας, βάσει των μέχρι τώρα δεδομένων, σε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος…
Ως εκ τούτου οι επιλογές της κυβέρνησης προκειμένου να μην ξεπεράσει το όριο δαπανών θα είναι να περικόψει από άλλους κρίσιμους τομείς κοινωνικού χαρακτήρα όπως η υγεία ή η παιδεία, αλλά και να θυσιάσει τμήματα του Προγράμματος Δημόσιων Επενδύσεων. Εν ολίγοις, η Ελλάδα θα πρέπει να «σηκώσει» πόρους που θα κατευθύνονταν προς τις επιχειρήσεις και στην ανάπτυξη, στρέφοντάς τους προς στρατιωτικούς εξοπλισμούς και τελικά δεν αποκλείεται να παραστεί η ανάγκη να προσφύγει σε νέο κρατικό δανεισμό, επιβαρύνοντας επιπλέον το δημόσιο χρέος…
Πρόσθετη επιβάρυνση στο εξωτερικό ισοζύγιο
Αλλά παρά το γεγονός ότι όλα τα κράτη-μέλη θα έχουν την ίδια υποχρέωση (αύξησης αμυντικών δαπανών στο 5% του ΑΕΠ) δεν θα επιβαρυνθούν όλοι με τον ίδιο τρόπο. Χώρες με οπλική παραγωγή όπως η Γαλλία πιθανότατα θα επωφεληθούν ακόμα και σε επίπεδο ρυθμών ανάπτυξης και ανόδου των εξαγωγών. Από την άλλη, η Ελλάδα βασίζεται σχεδόν αποκλειστικά στις εισαγωγές των εξοπλισμών, καθώς δεν έχει δική της παραγωγή. Η χώρα διαθέτει ελάχιστη αμυντική παραγωγική βάση και οι περισσότερες συμφωνίες που συνάπτει αφορούν αγορά όπλων, πλοίων, αεροσκαφών και υποδομών από ΗΠΑ, Γαλλία και Γερμανία. Καθώς οι εισαγωγές εξοπλισμών δεν συνοδεύονται από ισόποσες εξαγωγές ή άμεσες ξένες επενδύσεις, η ροή συναλλάγματος επιβαρύνεται σημαντικά.
Αξίζει να επισημανθεί ότι το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της Ελλάδας είναι ήδη επιβαρυμένο, με τις ετήσιες εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών να αγγίζουν τα 85 δισ. ευρώ.
Σε αυτό το πλαίσιο, μια αύξηση των αμυντικών δαπανών από το 3% στο 5% του ΑΕΠ συνεπάγεται πρόσθετες εισαγωγές εξοπλιστικού υλικού ύψους από 2 έως 2,25 δισ. ευρώ ετησίως. Αυτό μεταφράζεται σε αύξηση του συνολικού όγκου εισαγωγών κατά 2,35% έως 2,6% ετησίως, μια επιβάρυνση που εντείνει το εμπορικό έλλειμμα και κατ’ επέκταση το συνολικό έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών, εφόσον δεν υπάρξει ισόποση εγχώρια παραγωγή ή αύξηση των εξαγωγών.
Ενίσχυση του ΝΑΤΟ με εσωτερικές «απώλειες»
Οι προοπτικές, ωστόσο, για εξισορρόπηση μέσω εξαγωγών είναι περιορισμένες. Οι ελληνικές εξαγωγές ακολουθούν πτωτική πορεία, ενώ το διεθνές περιβάλλον -με τον εντεινόμενο εμπορικό προστατευτισμό και τις γεωπολιτικές εντάσεις- δεν ευνοεί την ανάκαμψή τους. Κατά συνέπεια οι πιέσεις για την εξεύρεση νέων πηγών χρηματοδότησης εντείνονται, καθώς η επιδείνωση του εξωτερικού ισοζυγίου λειτουργεί σωρευτικά με τις υπόλοιπες μακροοικονομικές προκλήσεις.
Η Ελλάδα καλείται, λοιπόν, να ανταποκριθεί σε ένα φιλόδοξο γεωπολιτικό σχέδιο που εξυπηρετεί την ενίσχυση της ευρωπαϊκής και της διατλαντικής αμυντικής ικανότητας, πληρώνοντας όμως βαρύ οικονομικό τίμημα. Σε μια περίοδο που η χώρα προσπαθεί να χτίσει δημοσιονομικά αποθέματα, να αυξήσει τις επενδύσεις και να ισορροπήσει το εξωτερικό της ισοζύγιο, η μετατόπιση του 5% του ΑΕΠ στην άμυνα αποτελεί επιλογή υψηλού κόστους και σύνθετων επιπτώσεων.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ (ΦΥΛΛΟ 4/7/2025)