Στα 5,3 δισ. ευρώ υπολογίζονται οι ετήσιες ανάγκες, με την ιδιωτική πρωτοβουλία να… γυρίζει την πλάτη
Τη μεγάλη ευαλωτότητα της χώρας σε πυρκαγιές, πλημμύρες, λειψυδρία, βιομηχανικούς κινδύνους και άλλες περιβαλλοντικές πτυχές, που προκαλούν προφανείς κινδύνους αλλά φέρνουν και συνεχή πρόστιμα, περιγράφει η Κομισιόν σε ειδικό πόρισμα για την Ελλάδα. «Η Ελλάδα είναι ευάλωτη στις επιπτώσεις ακραίων καιρικών φαινομένων, όπως πλημμύρες, παράκτια πλημμύρα, ξηρασία και καύσωνας» προειδοποιεί, ανάγοντας τις δασικές πυρκαγιές στον μεγαλύτερο κίνδυνο με υψηλό οικονομικό αντίκτυπο. Η έκθεση για την επισκόπηση της εφαρμογής της περιβαλλοντικής πολιτικής έχει και οικονομική πτυχή: την ώρα που στις Βρυξέλλες συζητούν πώς θα μειωθούν οι επιδοτήσεις, βλέπει ένα πολύ μεγάλο επενδυτικό κενό 2,3 δισ. ευρώ ετησίως (επί συνόλου 5,3 δισ. ευρώ ετήσιων επενδυτικών αναγκών).
Για να καλυφθεί, ζητά να βάλει η χώρα το χέρι στην «τσέπη», με αύξηση των φόρων υπέρ του περιβάλλοντος, αλλά και με μείωση επιζήμιων για το περιβάλλον επιδοτήσεων. «Χρήση περισσότερης εθνικής χρηματοδότησης, μεταξύ άλλων με την αύξηση των φόρων υπέρ του περιβάλλοντος και τη μείωση των επιζήμιων για το περιβάλλον επιδοτήσεων, ενωσιακής χρηματοδότησης και ιδιωτικής χρηματοδότησης για τη διευκόλυνση της κάλυψης του επενδυτικού κενού» είναι μία από τις συστάσεις που απευθύνονται στην Ελλάδα στο πόρισμα για το κλίμα.
Οι ανάγκες
Οι συνολικές περιβαλλοντικές επενδύσεις πρέπει να είναι επαρκείς για να μπορέσει η Ελλάδα να επιτύχει τους στόχους της στους τομείς της πρόληψης και του ελέγχου της ρύπανσης, της κυκλικής οικονομίας και των αποβλήτων, της προστασίας και διαχείρισης των υδάτων, καθώς και της βιοποικιλότητας και των οικοσυστημάτων. Οι συνολικές ανάγκες για περιβαλλοντικές επενδύσεις που θα δώσουν στην Ελλάδα την ικανότητα να επιτύχει τους περιβαλλοντικούς στόχους υπολογίζονται σε 5,3 δισ. ευρώ ετησίως, τα οποία κατανέμονται ως εξής:
– στήριξη της βιοποικιλότητας και των οικοσυστημάτων, 2,1 δισ. ευρώ ετησίως,
– πρόληψη και έλεγχος της ρύπανσης, 1,3 δισ. ευρώ ετησίως,
– κυκλική οικονομία, 1,1 δισ. ευρώ ετησίως,
– ύδατα, 0,9 δισ. ευρώ ετησίως.
Εκτιμάται ότι η διαθέσιμη χρηματοδότηση ανέρχεται σε 3 δισ. ευρώ από κονδύλια της Ε.Ε. και εθνικές πηγές. Οι ανάγκες για πρόσθετες επενδύσεις επιπλέον των υφισταμένων (δηλαδή το επενδυτικό κενό) εκτιμάται ότι ανέρχονται σε 2,3 δισ. ευρώ ετησίως στην Ελλάδα, ποσό που αντιστοιχεί περίπου στο 1,12 % του ΑΕΠ και είναι πολύ υψηλότερο από τον μέσο όρο της Ε.Ε. (0,77 %).
Δεν επενδύουν ιδιώτες
Οι ιδιώτες στην Ελλάδα δεν επενδύουν στο κλίμα και το κενό ζητείται να καλυφθεί με… φόρους. Το 93% των εθνικών επενδύσεων της Ελλάδας για την προστασία του περιβάλλοντος (κεφαλαιουχικές δαπάνες) προέρχεται από τον Προϋπολογισμό της γενικής κυβέρνησης, ενώ το 3,3% προέρχεται από εξειδικευμένους παραγωγούς του ιδιωτικού τομέα (υπηρεσιών προστασίας του περιβάλλοντος, όπως εταιρίες αποβλήτων και ύδρευσης) και το 3,7% από τον γενικό επιχειρηματικό τομέα, του οποίου οι περιβαλλοντικές δραστηριότητες είναι συνήθως επικουρικές στις κύριες δραστηριότητές του.
Σε επίπεδο Ε.Ε., η εικόνα είναι πολύ διαφορετική. Το 38% των επενδύσεων για την προστασία του περιβάλλοντος προέρχεται από κυβερνήσεις, το 40% από εξειδικευμένους παραγωγούς του ιδιωτικού τομέα και το 22% από τον γενικό επιχειρηματικό τομέα…
Σε αριθμούς, στην Ελλάδα, οι εθνικές επενδύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος ανήλθαν σε 376 εκατ. ευρώ το 2020, μειούμενες σε 358 εκατ. ευρώ το 2021, ποσό που αντιστοιχεί περίπου στο 0,2% του ΑΕΠ. Η συνολική δημόσια χρηματοδότηση (Ε.Ε. συν το εθνικό δημόσιο) αντιπροσωπεύει το 98% του συνόλου.
Τα λεφτά
Από την Ε.Ε. η Ελλάδα έχει διαθέσιμα 8,5 δισ. ευρώ (ή 1,2 δισ. ευρώ ετησίως, αν γίνονταν δαπάνες) για τη δράση για το κλίμα κατά την περίοδο 2021-2027, μέσω του ΕΣΠΑ και της ΚΑΠ. Από το Ταμείο Ανάκαμψης έχει 13,7 δισ. ευρώ δάνεια και επιδοτήσεις, δηλαδή το 38,1% του συνόλου των κονδυλίων, εκ των οποίων τα 6,9 δισ. ευρώ είναι επιδοτήσεις. Η ΕΤΕπ παρείχε μεταξύ του 2021 και του μέσου του 2024 περίπου 1 δισ. ευρώ δάνεια στην Ελλάδα στο εν λόγω πεδίο. Η Ελλάδα μπορεί να λάβει περίπου 664 εκατ. και από προγράμματα τα οποία είναι ανοιχτά σε όλα τα κράτη-μέλη (LIFE, Ορίζων Ευρώπη, μηχανισμός συνδέοντας την Ευρώπη). Τα έσοδα από τον πλειστηριασμό δικαιωμάτων εκπομπών στο πλαίσιο του ΣΕΔΕ της Ε.Ε., τα οποία τροφοδοτούν απευθείας τους εθνικούς προϋπολογισμούς, ανήλθαν σε περίπου 2,8 δισ. την 3ετία 2020-2023. Τα έσοδα αυτά δεσμεύονται και δαπανώνται πλήρως σε εγχώρια έργα για την κλιματική αλλαγή και την ενέργεια.
Φόροι-φωτιά
Οι συνολικοί περιβαλλοντικοί φόροι ανήλθαν σε 11,6 δισ. ευρώ στην Ελλάδα το 2022, ποσό που αντιστοιχεί στο 5,6% του ΑΕΠ της χώρας, όταν κατά μέσο όρο φτάνουν μόνο στο 2% στην Ε.Ε. Οι ενεργειακοί φόροι αποτέλεσαν τη μεγαλύτερη συνιστώσα των περιβαλλοντικών φόρων, αντιπροσωπεύοντας το 4,8% του ΑΕΠ, ποσοστό επίσης ψηλότερο από τον μέσο όρο της Ε.Ε. (1,6%). Οι φόροι μεταφορών, στο 0,76% του ΑΕΠ, υπερέβαιναν τον μέσο όρο της Ε.Ε. (0,4%), ενώ οι φόροι για τη ρύπανση και τους πόρους, στο 0,04%, ήταν χαμηλότεροι από τον μέσο όρο (μέσος όρος της Ε.Ε. 0,08%).
Το 2022 οι περιβαλλοντικοί φόροι στην Ελλάδα αντιπροσώπευαν το 13,6% των συνολικών εσόδων από φόρους και εισφορές κοινωνικής ασφάλισης (πάνω από τον μέσο όρο της Ε.Ε., που είναι 5%). Στις συστάσεις που γίνονται είναι η μεταστροφή σε φόρους με βάση την αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει», η οποία επιβάλλει στους ρυπαίνοντες να αναλάβουν το κόστος της πρόληψης, του ελέγχου και της αποκατάστασης της ρύπανσης. Επίσης, επισημαίνει τη σημασία έκδοσης πράσινων ομολόγων.
Δεν… ακούει τα καμπανάκια η χώρα και συνεχίζει να πληρώνει υψηλά πρόστιμα
Στο πόρισμα καταγράφονται οι κύριες προκλήσεις που «επιτάσσουν επείγουσα ανάληψη δράσης». Γενικά, αναφέρεται πως η Ελλάδα βρίσκεται στις δύο από τις τρεις περιφέρειες που έχουν προσδιοριστεί ως σημεία υψηλού κλιματικού κινδύνου που πλήττονται περισσότερο από την κλιματική αλλαγή – τη νότια Ευρώπη και τις παράκτιες περιοχές χαμηλού υψομέτρου.
Η Ελλάδα είναι ευάλωτη στις επιπτώσεις ακραίων καιρικών φαινομένων, όπως πλημμύρες, παράκτιες πλημμύρες, ξηρασία και καύσωνας, και, ταυτόχρονα, διατρέχει κίνδυνο λόγω του σταθερά υψηλού χάσματος όσον αφορά την προστασία απέναντι στην κλιματική αλλαγή. Οι δασικές πυρκαγιές αποτελούν τον μεγαλύτερο κίνδυνο και έχουν, ιστορικά, υψηλό οικονομικό αντίκτυπο. Υπάρχουν, επίσης, κίνδυνοι για τη διαχείριση των υδάτων, αλλά έχουν αρχίσει εργασίες για την αξιολόγηση των ΣΔΚΠ.
Εκτιμάται πως «η θέσπιση των κατάλληλων θεσμικών πλαισίων είναι καίριας σημασίας για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή. Η Ελλάδα έχει σημειώσει πρόοδο όσον αφορά την κατανόηση και την παρακολούθηση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, αλλά αντιμετωπίζει προκλήσεις όσον αφορά την εφαρμογή στρατηγικών προσαρμογής, ιδίως λόγω της ανεπάρκειας ανθρώπινων και οικονομικών πόρων».
Η δράση

(ΑΡΓΥΡΗΣ ΜΑΝΤΙΚΟΣ/EUROKINISSI)
Αναφέρεται πως απαιτούνται επείγουσες δράσεις και επενδύσεις στους τομείς της διαχείρισης αποβλήτων και της κυκλικής οικονομίας για τη μείωση της εξάρτησης της Ελλάδας από τη διάθεση αποβλήτων σε χώρους υγειονομικής ταφής (συμπεριλαμβανομένων παράνομων χώρων), η οποία εξακολουθεί να είναι σημαντική. Οι παράνομοι χώροι υγειονομικής ταφής θα είναι δύσκολο να κλείσουν, εάν δεν κατασκευαστούν νέες εγκαταστάσεις, δεδομένου ότι και η πλεονάζουσα δυναμικότητα των εγκαταστάσεων επεξεργασίας υπολειμματικών αποβλήτων δεν θα βοηθήσει τη μετάβαση της Ελλάδας προς μια κυκλική οικονομία. Η Ελλάδα θα συνεχίσει να πληρώνει πρόστιμα έως ότου να επιτευχθεί αυτό.
Επίσης, η Ελλάδα θα πρέπει να εντείνει τις προσπάθειές της ώστε να δημιουργήσει επαρκές δίκτυο εγκαταστάσεων για την αποτελεσματική διαχείριση του συνόλου των επικίνδυνων αποβλήτων που παράγονται στη χώρα. Η Ελλάδα θα συνεχίσει να πληρώνει πρόστιμα έως ότου επιτευχθεί αυτό. Στην επεξεργασία των αστικών λυμάτων υπάρχουν σημαντικές καθυστερήσεις στα έργα που πρέπει να υλοποιηθούν, ιδίως στην ανατολική Αττική, για τα οποία η Ελλάδα πληρώνει πρόστιμα εδώ και αρκετά χρόνια. Από το 2014 η Ελλάδα έχει πληρώσει πρόστιμα άνω των 184 εκατ. ευρώ, τα οποία επιβλήθηκαν από το δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενωσης για παραβιάσεις των κανόνων της Ε.Ε. για τα απόβλητα και τα αστικά λύματα.
Το δίκτυο Natura 2000 θεωρείται πλέον πλήρες, αλλά δεν έχουν τεθεί σε εφαρμογή ειδικοί ανά τόπο στόχοι διατήρησης, λόγω ανεπαρκών δεδομένων, ενώ δεν έχουν ληφθεί καθόλου σχετικά μέτρα και δεν υπάρχουν σχέδια διαχείρισης. Ζητείται η θέσπιση εθνικού συστήματος για την ολοκληρωμένη διαχείριση, διοίκηση και λειτουργία των προστατευόμενων περιοχών.
Σήμα κινδύνου για λειψυδρία και ρύπανση από βιομηχανία και κτηνοτροφία
Η Ελλάδα αντιμετωπίζει λειψυδρία. Τούτο αποδεικνύεται από τον βελτιωμένο εποχιακό δείκτη αξιοποίησης νερού που έφτασε το 33,6%, ποσοστό πολύ υψηλότερο από το 20% που θεωρείται γενικά ένδειξη λειψυδρίας.
Αλλά και οι δασικές πυρκαγιές αποτελούν ιδιαίτερο λόγο ανησυχίας. Η Ελλάδα ήταν η χώρα που επλήγη περισσότερο από δασικές πυρκαγιές το 2023, καθώς κάηκαν 136.499 εκτάρια, το υψηλότερο νούμερο που έχει καταγραφεί από το 2007. Η Ελλάδα βίωσε τη μεγαλύτερη μεμονωμένη δασική πυρκαγιά που έχει καταγραφεί στην Ε.Ε. από το 2000 κοντά στην πόλη της Αλεξανδρούπολης, στην Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας – Θράκης, αναφέρεται. Επισημαίνεται πως το 2020 τα δάση κάλυπταν το 30,3% της ελληνικής επικράτειας, ενώ, σύμφωνα με πάνω από το 30% των εκτιμήσεων των επιπτώσεων, οι δασικοί οικότοποι που προστατεύονται από την Ε.Ε. στην Ελλάδα βρίσκονται σε ανεπαρκή ή κακή κατάσταση, εκ των οποίων το 60% παρουσιάζει τάση βελτίωσης, ενώ το υπόλοιπο 40% παραμένει στάσιμο.
Ελλείψεις στη διαχείριση αποβλήτων
Στην Ελλάδα περίπου 390 βιομηχανικές εγκαταστάσεις υποχρεούνται να διαθέτουν άδεια βάσει της ΟΒΕ και οι περισσότερες από αυτές εμπίπτουν στον τομέα της διαχείρισης αποβλήτων, συμπεριλαμβανομένων χώρων υγειονομικής ταφής (29%), και ακολουθούν η εντατική εκτροφή πουλερικών και χοίρων (16%), ο τομέας της ενέργειας (10%) και ο τομέας τροφίμων και ποτών (10%). Ο κύριος βιομηχανικός παράγοντας συμβολής στις ατμοσφαιρικές εκπομπές είναι ο τομέας της ενέργειας (συμπεριλαμβανομένων των διυλιστηρίων και της αεριοποίησης). Οι κύριοι βιομηχανικοί παράγοντες συμβολής στις εκπομπές στα ύδατα είναι ο ενεργειακός τομέας (συμπεριλαμβανομένων των διυλιστηρίων) εν γένει και η κτηνοτροφία, όσον αφορά τις εκπομπές αζώτου και φωσφόρου.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ (18 ΙΟΥΛΙΟΥ 2025)