Σε ένα περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από αυξημένη αβεβαιότητα και ταχύτατες αλλαγές, τα νομικά τμήματα των επιχειρήσεων αντιμετωπίζουν ένα σύνθετο σύνολο εξωτερικών και εσωτερικών προκλήσεων. Η νέα παγκόσμια μελέτη της EY, «EY Law General Counsel Study 2025», φέρνει στο προσκήνιο τις βασικές παραμέτρους που επηρεάζουν τη λειτουργία και τον μετασχηματισμό των νομικών διευθύνσεων διεθνώς. Η μελέτη βασίζεται σε στοιχεία από 1.000 επικεφαλής νομικών υπηρεσιών μεγάλων οργανισμών σε 21 χώρες και αναδεικνύει ένα δυναμικό αλλά ταυτόχρονα απαιτητικό τοπίο.
Στο επίκεντρο βρίσκονται τρεις κύριες εξωτερικές προκλήσεις: οι γεωπολιτικές εντάσεις, οι αυξημένες ρυθμιστικές απαιτήσεις και η ραγδαία τεχνολογική εξέλιξη. Οι παράγοντες αυτοί οδηγούν τις νομικές ομάδες να επαναπροσδιορίσουν στρατηγικές σε κρίσιμους τομείς, όπως η διαχείριση κινδύνου, η συμμόρφωση, η πρόσβαση σε ποιοτικά δεδομένα και η προσέλκυση εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού. Παράλληλα, η υιοθέτηση τεχνολογιών αιχμής, όπως η γενετική τεχνητή νοημοσύνη (GenAI), αν και αναγνωρίζεται ως αναγκαία, δεν έχει ακόμη ενταχθεί στις άμεσες προτεραιότητες των περισσότερων νομικών διευθύνσεων.
Η μελέτη επισημαίνει ότι, παρά τις υψηλές προσδοκίες για αύξηση προϋπολογισμών, κυρίαρχος στόχος παραμένει η μείωση κόστους, γεγονός που επηρεάζει την υλοποίηση μεταρρυθμίσεων. Ταυτόχρονα, προβάλλει η ανάγκη για ευθυγράμμιση της νομικής στρατηγικής με τους επιχειρησιακούς στόχους και για επένδυση στο ανθρώπινο κεφάλαιο, ώστε οι νομικές διευθύνσεις να παραμείνουν κρίσιμος πυλώνας υποστήριξης της διοίκησης. Αναλυτικότερα, σύμφωνα με την ανακοίνωση:
Σε ένα ρευστό περιβάλλον, οι νομικές διευθύνσεις καλούνται να κινηθούν πιο γρήγορα από ποτέ. Γεωπολιτικές εντάσεις (76%), εντεινόμενες ρυθμιστικές πιέσεις (75%) και ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις (74%), συνθέτουν το τρίγωνο των βασικών εξωτερικών προκλήσεων που αναδιαμορφώνουν το παγκόσμιο επιχειρηματικό περιβάλλον, αλλά και ένα πιο περίπλοκο πλαίσιο λειτουργίας για τις νομικές διευθύνσεις. Η ανάγκη για ταχύτητα, εξειδίκευση και στρατηγική ευελιξία είναι πλέον δεδομένη, ώστε να ανταποκριθούν σε ζητήματα που γίνονται διαρκώς πιο σύνθετα – όμως, οι εσωτερικές «αγκυλώσεις» συνεχίζουν να επιβραδύνουν τον αναγκαίο και ουσιαστικό μετασχηματισμό τους.
Αυτά προκύπτουν από τη νέα μελέτη EY Law General Counsel Study 2025, η οποία βασίζεται σε έρευνα που διεξήγαγε η EY σε 1.000 νομικούς συμβούλους και Chief Legal Officers από οργανισμούς με ετήσια έσοδα άνω του 1 δισ. δολαρίων, σε 21 χώρες. Η μελέτη περιλαμβάνει, επίσης, εις βάθος συνεντεύξεις με επικεφαλής νομικών διευθύνσεων, προσφέροντας μία ολοκληρωμένη και ρεαλιστική εικόνα των προκλήσεων και της κατεύθυνσης που καλούνται να ακολουθήσουν οι νομικές ομάδες στο νέο αυτό τοπίο.
Σύμφωνα με τη μελέτη, το βασικό εμπόδιο στον μετασχηματισμό των νομικών διευθύνσεων είναι ο προϋπολογισμός. Παρότι η πλειονότητα των ερωτηθέντων (83%) αναμένουν αύξηση του budget της νομικής διεύθυνσης μέσα στον επόμενο χρόνο, το 87% εξακολουθούν να θέτουν ως πρώτη προτεραιότητα τη μείωση κόστους. Οι οικονομικοί περιορισμοί αναδεικνύονται ως ο πιο συχνά αναφερόμενος ανασταλτικός παράγοντας, τόσο για επενδύσεις τεχνολογίας (65%), όσο και για την αναδιάρθρωση των στρατηγικών προσέλκυσης ταλέντου (61%).
H τεχνολογία ως βασικός καταλύτης αλλαγής
Παρά τους οικονομικούς περιορισμούς, η τεχνολογία εξακολουθεί να θεωρείται βασικός μοχλός αλλαγής. Το 75% των συμμετεχόντων στην έρευνα δηλώνουν ότι βρίσκονται ήδη σε φάση ανάπτυξης ή επανασχεδιασμού της στρατηγικής τους για τεχνολογία και data, προσπαθώντας να απαντήσουν σε χρόνιες δυσκολίες – από την αποσπασματική και συγκεχυμένη πληροφόρηση (52%), μέχρι την έλλειψη σύνδεσης μεταξύ νομικών και επιχειρησιακών πλατφορμών και συστημάτων (44%), αλλά και τη δυσκολία πρόσβασης σε ακριβή, αξιόπιστα δεδομένα (41%). Παρότι οι προκλήσεις αυτές καθιστούν πιο επιτακτική από ποτέ την ανάγκη για τεχνολογική αναβάθμιση, η αξιοποίηση της GenAI παραμένει σε δεύτερο πλάνο, με μόλις το 25% των νομικών διευθύνσεων του δείγματος να τη θέτουν σήμερα ως στρατηγική προτεραιότητα.
Διαχείριση κινδύνων και κανονιστική συμμόρφωση
Οι συνεχείς αλλαγές σε κρίσιμους τομείς, όπως η τεχνητή νοημοσύνη, η προστασία προσωπικών δεδομένων και η βιώσιμη ανάπτυξη, έχουν «ανεβάσει» τη συμμόρφωση (compliance) στην κορυφή της ατζέντας, με το 93% των νομικών ομάδων της έρευνας να τη θεωρούν ως σημαντική προτεραιότητα. Ωστόσο, η συνεχής ενημέρωση για τις κανονιστικές αλλαγές σε πολλαπλές δικαιοδοσίες (60%), η ερμηνεία ασαφών κανονιστικών πλαισίων (50%) και η πρόσβαση σε κρίσιμα δεδομένα για risk management ή reporting (48%), παραμένουν σταθερές προκλήσεις, καθιστώντας τη ρυθμιστική πολυπλοκότητα μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις για τις νομικές διευθύνσεις.
Όπως παρουσιάζει η έρευνα, παρότι το 81% των νομικών διευθύνσεων προβλέπουν αύξηση επενδύσεων στη διαχείριση κινδύνου, η εσωτερική ετοιμότητα παραμένει περιορισμένη: μόλις το 49% διαθέτουν ένα σαφές σύστημα διαχείρισης κινδύνων και λειτουργικό μοντέλο, ενώ λιγότερο από το 30% έχουν καταγράψει τα κρίσιμα στοιχεία ενός ολοκληρωμένου πλαισίου.
Διεύρυνση των στρατηγικών προσέλκυσης ταλέντου και ενίσχυσης ανθρώπινου δυναμικού
Ενώ το 75% των νομικών διευθύνσεων που συμμετείχαν στην έρευνα δηλώνουν ότι επαναξιολογούν τις στρατηγικές προσέλκυσης ταλέντου, μόνο το 21% έχουν προχωρήσει σε ουσιαστική ανασκόπηση των εσωτερικών και εξωτερικών πρακτικών τους τον τελευταίο χρόνο. Η ανάγκη για πρόσβαση σε εξειδίκευση είναι καθολική, ωστόσο τα εμπόδια είναι υπαρκτά: το 45% δυσκολεύονται να εξασφαλίσουν υποστήριξη σε όλες τις απαραίτητες γεωγραφικές περιοχές δραστηριοποίησης, ενώ το 55% αναφέρουν προκλήσεις που σχετίζονται με ρυθμιστικά ζητήματα ή τη συμμόρφωση. Ως απάντηση, όλο και περισσότερες νομικές διευθύνσεις στρέφονται προς οργανισμούς όπως οι Big Four και εναλλακτικοί πάροχοι νομικών υπηρεσιών (60%), ενώ αυξάνεται και η αξιοποίηση business service centers ή κέντρων αριστείας (53%), ως τρόπος ενίσχυσης της αποδοτικότητας και κάλυψης κρίσιμων αναγκών τεχνογνωσίας.
Σε αυτό το πλαίσιο, το ανθρώπινο κεφάλαιο παραμένει κομβικό. Το 64% των νομικών διευθύνσεων σκοπεύουν να καλύψουν τις ανάγκες για εξειδίκευση μέσα από στοχευμένη ανάπτυξη δεξιοτήτων (upskilling) ή επανεκπαίδευση (reskilling) των ομάδων τους, ενώ η διακράτηση ταλέντου αποτελεί στρατηγική προτεραιότητα για το 57%. Ωστόσο, λιγότερο από το ένα τρίτο των οργανισμών προσφέρουν προγράμματα εξέλιξης (50%), wellbeing (35%) ή mentoring και coaching (λιγότερο από το 30%), δημιουργώντας μία αναντιστοιχία ανάμεσα στη στρατηγική βούληση και τη συστηματική υλοποίηση.
Σχολιάζοντας τα ευρήματα της μελέτης, ο Ειρηνικός Πλατής, Διευθύνων Εταίρος της Πλατής-Αναστασιάδης & Συνεργάτες, της συνεργαζόμενης δικηγορικής εταιρείας με την EY Ελλάδος και μέλος του παγκόσμιου δικτύου EY Law, δήλωσε: «Η τεχνολογία δεν λύνει από μόνη της τα προβλήματα των νομικών διευθύνσεων. Η υιοθέτηση προηγμένων εργαλείων, όπως η GenAI, δεν μπορεί να γίνεται αποσπασματικά ή σαν διεκπεραιωτική άσκηση. Οφείλει να ξεκινά από την κατανόηση των πραγματικών λειτουργικών προκλήσεων, των αναγκών των ομάδων, των ρίσκων και των ευκαιριών. Ο περιορισμένος προϋπολογισμός, η έλλειψη ορατότητας και ποιοτικών δεδομένων, τα κατακερματισμένα συστήματα εντός του οργανισμού, αλλά και η δυσκολία στην εύρεση εξειδικευμένου ταλέντου, φέρνουν προσκόμματα στην πρόοδο. Οι νομικές διευθύνσεις προκειμένου να συνεχίσουν να επιτελούν τον κομβικό τους ρόλο ως αξιόπιστοι σύμβουλοι των διοικήσεων των οργανισμών τους, χρειάζονται ξεκάθαρη στρατηγική έναντι των γεωστρατηγικών, κανονιστικών και τεχνολογικών προκλήσεων, επένδυση στους ανθρώπους τους και σαφή ευθυγράμμιση με τις ευρύτερες επιχειρησιακές προτεραιότητες».