Υποψηφιότητα για μια νέα πιστοληπτική αναβάθμιση από τη Fitch Ratings βάζει η Ελλάδα, καθώς είναι προγραμματισμένη η επόμενη αξιολόγηση στις 16 Μαΐου. Μάλιστα, αυτή δεν είναι και η μόνη αξιολόγηση εντός του μήνα, καθώς μετά τους Αμερικανούς της Fitch ακολουθεί στις 30 Μαΐου και η γερμανική Scope Ratings. Ωστόσο, η προσοχή πέφτει κυρίως στον χρησμό της Fitch: Ο οίκος, ο οποίος ανήκει ανάμεσα στους big 4, με σαφές εκτόπισμα στις αγορές χρέους και στους επενδυτές, έδωσε στη χώρα μας την επενδυτική βαθμίδα ΒΒΒ τον Νοέμβριο του 2023, όπου παραμένει έκτοτε, ενώ στην τελευταία της έκθεση κράτησε σταθερό το outlook της ελληνικής οικονομίας.
Μάλιστα, σε εκείνη την έκθεση οι επισημάνσεις του οίκου αξιολόγησης αφορούσαν τα υψηλά επίπεδα του ελληνικού δημόσιου χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ, παρά την επιτυχή πορεία μείωσής του, ενώ έθετε και αστερίσκους σε σχέση με την ποιότητα του ενεργητικού των τραπεζών και την εξέλιξη της διαδικασίας μείωσης των «κόκκινων» δανείων.
Οι άσοι στο μανίκι
Εντούτοις, παρά τη διεθνή γεωπολιτική και οικονομική αναταραχή που έχει πολλαπλασιάσει την αβεβαιότητα μεταξύ άλλων και στις αγορές χρέους, η οδός Νίκης ποντάρει στις επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας που μεσολάβησαν από την τελευταία αξιολόγηση. Συγκεκριμένα, ο άσος στο μανίκι του οικονομικού επιτελείου είναι οι πρόσφατες ανακοινώσεις από ΕΛ.ΣΤΑΤ. και Eurostat για το γιγάντιο πρωτογενές πλεόνασμα 4,8% του ΑΕΠ το 2024, περίπου δύο φορές σε σχέση με τις προβλέψεις του οικονομικού επιτελείου. Το συνολικό δημοσιονομικό πλεόνασμα διαμορφώθηκε το 2024 στο 1,3%, ενώ ο ρυθμός ανάπτυξης άγγιξε το 2,3% και το δημόσιο χρέος μειώθηκε κατά 10,3 ποσοστιαίες μονάδες μέσα σε έναν χρόνο.
Στον αντίποδα, πάντοτε πρέπει να λαμβάνεται υπόψη πως η Fitch κινείται με σταδιακά και συνετά βήματα στις πιστοληπτικές αξιολογήσεις της, ενώ δεν πρέπει να παραγνωρίζεται το βάρος το οποίο έχει η διεθνής αβεβαιότητα λόγω του εμπορικού πολέμου και οι πιθανές επιπτώσεις του και στην ελληνική οικονομία, άμεσες αλλά κυρίως έμμεσες. Αυτά είναι, άλλωστε, και τα στοιχεία τα οποία και θα κρίνουν το κατά πόσο βιώσιμες είναι οι θετικές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας.
Παίρνει σειρά η Scope Ratings, πότε ακολουθούν οι υπόλοιποι
Επειτα από τη Fitch ακολουθεί, στις 30 Μαΐου, η αξιολόγηση της Scope Ratings, του οίκου που ήταν ο πρώτος που κατέταξε την Ελλάδα στη βαθμίδα ΒΒΒ από τον Δεκέμβριο του 2023. Αν και οι αναλυτές δεν προσδοκούν νέα αναβάθμιση αυτή τη φορά, τα σχόλια του οίκου αξιολόγησης σχετικά με τις τάσεις της οικονομίας και τις διεθνείς προκλήσεις αναμένονται με ενδιαφέρον, ιδιαίτερα λόγω των αναφορών σε ζητήματα εμπορικής πολιτικής μεταξύ ΗΠΑ και Ε.Ε.
Το δεύτερο εξάμηνο του 2025 αναμένεται να είναι εξίσου «πυκνό» σε αξιολογήσεις, με την DBRS Morningstar να επιστρέφει στις 5 Σεπτεμβρίου. Ακολουθούν οι Moody’s (12/9), Standard & Poor’s (19/9), Scope (7/11) και Fitch (14/11), με την κάθε έκθεση να λειτουργεί ως «σταθμός» για την παρακολούθηση της προόδου αλλά και των πιέσεων που ενδέχεται να προκύψουν.
Τριπλό «ναι» εμπιστοσύνης, αλλά με επισημάνσεις
Τους προηγούμενους μήνες η χώρα έλαβε τρεις διαδοχικές αναβαθμίσεις, εδραιώνοντας τη θέση της εντός της επενδυτικής βαθμίδας, χωρίς, ωστόσο, αυτό να συνεπάγεται εφησυχασμό.
Η Standard & Poor’s, στις αρχές Απριλίου, αναβάθμισε την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας σε BBB από BBB-, διατηρώντας σταθερές τις προοπτικές. Στην έκθεσή του ο οίκος αναγνώρισε τη συνέπεια στη δημοσιονομική πολιτική, προβλέποντας πρωτογενή πλεονάσματα 2,7% έως το 2028 και ανάπτυξη κοντά στο 2,4%. Υπογραμμίστηκε, επίσης, πως η κυβέρνηση παραμένει προσανατολισμένη στη διατήρηση των δημοσιονομικών αποθεμάτων και την ενίσχυση των επενδύσεων, κυρίως μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης.
Παρότι η S&P αναγνωρίζει πως ο αντίκτυπος από τις εξελίξεις στο διεθνές εμπόριο μπορεί να είναι περιορισμένος για την Ελλάδα, τονίζει πως η πρόκληση παραμένει στην αξιοποίηση των θετικών κυκλικών συνθηκών για τη διαμόρφωση μιας πιο ανθεκτικής μακροπρόθεσμης βάσης ανάπτυξης.
Ανάλογες είναι οι διαπιστώσεις και της DBRS, η οποία αναβάθμισε την Ελλάδα σε BBB τον Μάρτιο. Στην αξιολόγησή του ο καναδικός οίκος αξιολόγησης επισημαίνει πως οι προγενέστεροι κίνδυνοι στον τραπεζικό τομέα έχουν υποχωρήσει, με τις ελληνικές τράπεζες να εμφανίζονται ενισχυμένες, χωρίς, ωστόσο, να έχουν εξαλειφθεί. Ο δείκτης των μη εξυπηρετούμενων δανείων έχει μειωθεί σημαντικά και πλησιάζει τον μέσο όρο της Ε.Ε., ενώ καταγράφεται πρόοδος και στη μείωση των αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων, οι οποίες θεωρούνται διαχρονικά ευαίσθητος δείκτης για την ποιότητα του τραπεζικού ενεργητικού.
Οι παραπάνω αξιολογήσεις ενισχύουν την εικόνα σταθεροποίησης της οικονομίας, αλλά ταυτόχρονα υπογραμμίζουν την ανάγκη και τη σημασία συνέχισης μιας άκρως «προσεκτικής» πολιτικής. Σε κάθε περίπτωση, οι εκθέσεις των διεθνών οίκων αξιολόγησης τονίζουν πως οι προοπτικές για το ελληνικό αξιόχρεο αλλά και τη διατήρηση του επενδυτικού ενδιαφέροντος εξαρτώνται όχι μόνο από τους αριθμούς, αλλά και από τη συνέπεια στην εφαρμογή μεταρρυθμίσεων και την προσαρμογή στις εξωτερικές προκλήσεις.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ (ΦΥΛΛΟ 9/5/2025)