Οι κίνδυνοι για την Αθήνα αυξάνονται, λόγω της προφανής αναβάθμισης του ρόλου της Τουρκίας ως περιφερειακού «παίκτη»
Η πρώτη, αμήχανη αντίδραση των Βρυξελλών σε διπλωματικό επίπεδο (με χαρακτηριστική την παρότρυνση της Ούρσουλα Φον τερ Λάιεν προς το Ισραήλ να επιστρέψει «μεσοπρόθεσμα» στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων) δείχνει και πάλι πως η Ευρώπη θεσμικά αδυνατεί να αδράξει την ευκαιρία και να μιλήσει με μία ενιαία φωνή, διεκδικώντας έτσι μερίδιο από τις τεκτονικές αλλαγές που λαμβάνουν χώρα σε γεωπολιτικό επίπεδο. Το «κενό» το καλύπτουν αυτοί που είναι έτοιμοι, εν προκειμένω άλλοι περιφερειακοί «παίκτες», αλλά και οι ανά την Ε.Ε. επιχειρηματικοί όμιλοι.

Οι business πολέμου κυριαρχούν στις ζυμώσεις που λαμβάνουν χώρα εδώ και εβδομάδες και οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια σε ένα νέο status quo στο οικονομικό πεδίο. Στο επίκεντρο είναι η επιτάχυνση της αμυντικής θωράκισης της Ευρώπης, που πολιτικά αιτιολογείται ως το αντίδοτο για την ασθμαίνουσα «βαριά» βιομηχανία της Ε.Ε. αλλά και ως προληπτική δράση έναντι των κινδύνων που πληθαίνουν.
Το νέο μέτωπο στη Μέση Ανατολή προστίθεται στον πόλεμο Ρωσίας – Ουκρανίας, με το πλήρες «απαγορευτικό» των Βρυξελλών στις εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου και πετρελαίου (έως το τέλος του 2027), με νομοθετική πρότασης που υπέβαλε την Τρίτη η Ευρωπαϊκή Επιτροπή να προκαλεί νέους πονοκεφάλους στο πεδίο της ενεργειακής κρίσης. Αλλωστε ήδη έχει σημάνει συναγερμός από το μέτωπο της Μέσης Ανατολής.
Αδύναμη η Αθήνα
Οι κίνδυνοι για την Αθήνα σε γεωπολιτικό αλλά και σε οικονομικό πεδίο είναι πολλοί και μεγάλοι από τις τεκτονικές αυτές αλλαγές. Εκτείνονται από το γεωπολιτικό επίπεδο λόγω της προφανής αναβάθμισης του ρόλου της Τουρκίας ως περιφερειακού «παίκτη», που μπορεί εμμέσως να μετέχει ακόμα και στην εξοπλιστική κούρσα, έως το ενδεχόμενο μέρος από τα κονδύλια της Ε.Ε. που δικαιούται η Ελλάδα να εκχωρηθούν για την άμυνα.
Μάλιστα, με όλα τα προηγούμενα διεθνή μέτωπα να παραμένουν ανοιχτά (περιλαμβανομένου προφανώς και του πεδίου των δασμών, που ναι μεν κινείται στην οικονομική «σφαίρα», αλλά επηρεάζει δραστικά τις επιχειρήσεις της Ε.Ε. κι έτσι αναζητείται αντίβαρο), η σύρραξη στη Μ. Ανατολή δρα ως επιταχυντής. Πηγές στις Βρυξέλλες εξηγούν πως ο σχεδιασμός που ήδη έχει δρομολογηθεί, μέσω του σχεδίου για την αμυντική θωράκιση της Ευρώπης, πλέον μπορεί να κινηθεί πιο γρήγορα.
Την προηγούμενη Τρίτη ανακοινώθηκε από την Κομισιόν πακέτο με μέτρα για την επιτάχυνση των επενδύσεων και της παραγωγής στον τομέα της άμυνας, «ώστε η Ε.Ε. να ανταποκριθεί καλύτερα στις σημερινές προκλήσεις στον τομέα της ασφάλειας». Τα μέτρα μειώνουν τη γραφειοκρατία, διευκολύνουν τις επενδύσεις σε αμυντικές ικανότητες και παρέχουν μεγαλύτερη προβλεψιμότητα στη βιομηχανία. Διευκολύνουν, επίσης, την πρόσβαση σε χρηματοδότηση της Ε.Ε. Στο τελευταίο πεδίο προωθούνται η βελτίωση της πρόσβασης σε χρηματοδότηση, με τον εξορθολογισμό των κριτηρίων επιλεξιμότητας του InvestEU, η παροχή καθοδήγησης σχετικά με τις βιώσιμες επενδύσεις στον τομέα της άμυνας και η αποσαφήνιση της έννοιας των απαγορευμένων όπλων, βάσει του πλαισίου βιώσιμης χρηματοδότησης.
Είχαν προηγηθεί η ευελιξία στο ΕΣΠΑ για επενδύσεις στην άμυνα αλλά και σε μεγάλες επιχειρήσεις, η ρήτρα διαφυγής στις αμυντικές δαπάνες, αλλά και το δικαίωμα να αλλάξουν χέρια κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης, ούτως ώστε να χρηματοδοτήσουν την αμυντική βιομηχανία, ακόμα και με αναγκαστική μεταφορά, στο σενάριο που κράτη-μέλη τα αφήσουν αναξιοποίητα έως τα μέσα του 2026.
Η αναγκαστική «μεταφορά»
Ειδικά στο πεδίο του Ταμείου Ανάκαμψης, μεταξύ των επιλογών της νέας αναθεώρησης (που θα γίνει πιθανότατα πριν από το τέλος του 2025) είναι και οι συνεισφορές στο πρόγραμμα για την ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία (EDIP). Οι Βρυξέλλες σε κείμενο «καθοδήγησης» προτείνουν εθελοντικές, εθνικές συνεισφορές στο μελλοντικό πρόγραμμα για την ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία (EDIP). Σε αυτή την περίπτωση, η συνεισφορά στο EDIP θα θεωρηθεί επένδυση του Σχεδίου Ανάκαμψης. Το κράτος που θα κάνει συνεισφορά θα επιλεγεί να λάβει στήριξη από συγκεκριμένα έργα στο πλαίσιο του EDIP προς όφελός του. Το «ατού» είναι πως τα έργα θα υλοποιηθούν σε μεγαλύτερο χρονικό ορίζοντα, πέραν του 2026 που λήγει το πρόγραμμα. Τον επόμενο χρόνο απλώς θα πρέπει να υπογραφεί η συμφωνία συνεισφοράς, να γίνει η μεταφορά κονδυλίων και θα διευκρινίζει το είδος των δραστηριοτήτων που θα χρηματοδοτηθούν…
Η οικονομική και η γεωπολιτική δυσπραγία, και η θέση της Ελλάδας
Το «γλυκαντικό» 500 εκατ. ευρώ επιπλέον δαπανών το 2026 από τη ρήτρα διαφυγής στις αμυντικές δαπάνες, την ώρα που μένουν αδιάθετα υπερπλεονάσματα, είναι το μόνο κέρδος για την ελληνική κυβέρνηση από την «οικονομία του πολέμου» που δομείται στην Ε.Ε. Αντιθέτως, οι πρώτες αντιδράσεις δείχνουν πως το σχέδιο για απαγορευτικό στα ρωσικά καύσιμα δεν εξυπηρετεί τα ελληνικά συμφέροντα. Το ίδιο προφανώς ισχύουν με τον κανονισμό SAFE και το σχέδιο ReArm Europe, για τον επανεξοπλισμό της Ευρώπης, που δίνει το δικαίωμα και στην Τουρκία να μετέχει (έστω και με περιορισμούς).
Αλλά και στο καθαρά οικονομικό πεδίο, όταν μιλάμε και για κίνητρα παραγωγικής οπλικών συστημάτων, δηλαδή για βαριά βιομηχανία, η Ελλάδα έχει απόλυτο φυσικό μειονέκτημα. Η Ελλάδα θα πρέπει να πληρώνει για πιο ακριβούς εξοπλισμούς, που θα παράγονται σε άλλα κράτη, και το μόνο που θα μπορεί να ελπίζει είναι σε μικρότερο «καπέλο» τιμής από αυτό που σήμερα πληρώνει.
Αν δε προστεθούν οι επιδοτήσεις που θα οδεύσουν από τις λεγόμενες μικρομεσαίες (έως 250 εργαζομένων) προς τις μεγάλες επιχειρήσεις της Ε.Ε., τότε οι big business που σχεδιάζονται «εκτός» συνόρων μπορεί να φέρουν ευρύτερες αναταράξεις στην οικονομική και την επιχειρηματική ζωή της χώρας, αναφέρουν αρμόδιες πηγές. Και το μόνο που μπορεί να ελπίζει είναι σε διπλωματικά «ανταλλάγματα» από τις συμφωνίες για εξοπλιστικά προγράμματα…
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ (ΦΥΛΛΟ 20/6/2025)