«Τραγωδία» τα στοιχεία έρευνας του ΟΟΣΑ
Σταθερά χαμηλές παραμένουν οι επιδόσεις των Ελλήνων μαθητών στη διεθνή εκπαιδευτική αξιολόγηση του προγράμματος PISA του 2018, το οποίο πραγματοποιείται από το 2000 και ανά τριετία από τον ΟΟΣΑ. Όπως κατέδειξε η πρόσφατη έρευνα της διαΝΕΟσις, οι Έλληνες μαθητές εμφανίζουν διαχρονικά επιδόσεις κάτω του μετρίου, βαίνοντας συνεχώς μειούμενες από το 2009.
Σήμερα ο ΟΟΣΑ δημοσίευσε τα πρώτα αποτελέσματα από την εξέταση του 2018. Και αυτή τη φορά χιλιάδες 15χρονοι και 15χρονες από σχολεία όλης της Ελλάδας και από άλλες 78 χώρες και περιοχές δοκιμάστηκαν σε μια σειρά από κοινά θέματα σε τρία γνωστικά αντικείμενα (μαθηματικά, φυσικές επιστήμες και κατανόηση κειμένου, που φέτος ήταν το κύριο αντικείμενο).
Τα θέματα αυτά είναι σχεδιασμένα για να αξιολογούν την κριτική και την αναλυτική σκέψη των παιδιών, καθώς και την ικανότητά τους να επεξεργάζονται έννοιες και δεδομένα για να επιλύσουν προβλήματα με επιστημονικό τρόπο. Είναι μια έρευνα που δεν σχετίζεται με συγκεκριμένη διδακτική ύλη, αλλά που καλείται να εξετάσει το αν και κατά πόσο οι 15χρονοι σήμερα είναι κατάλληλα καταρτισμένοι για να αντιμετωπίσουν της προκλήσεις της εποχής μας.
Πώς τα πήγαν αυτή τη φορά οι Έλληνες μαθητές και μαθήτριες; Υπήρξε κάποια βελτίωση; Κάποια άλλη διαφοροποίηση σε σχέση με τις διαχρονικά κακές επιδόσεις των τελευταίων σχεδόν δύο δεκαετιών;
Από ό,τι φαίνεται, όχι.
Όπως αναφέρει η έρευνα της διαΝΕΟσις και το 2018 οι Έλληνες μαθητές και μαθήτριες πήραν «κάτω από τη βάση» και στα τρία γνωστικά αντικείμενα. Ανάμεσα στις 78 χώρες/περιοχές που συμμετέχουν (77 στην κατανόηση κειμένου) κατατάγησαν 45οι στα μαθηματικά (πέτυχαν μέσο όρο 451 μονάδες), 45οι στις φυσικές επιστήμες (452 μονάδες) και 42οι στην κατανόηση κειμένου (457 μονάδες).
Στην μεγάλη έρευνα της διαΝΕΟσις μελετήσαμε τα αποτελέσματα των Ελλήνων μαθητών σε σύγκριση με τους μαθητές από κάποιες χώρες που έχουν κάποια χρήσιμα χαρακτηριστικά: τη Γαλλία, το εκπαιδευτικό σύστημα της οποίας παρουσιάζει ομοιότητες με το δικό μας, την Πορτογαλία, που είναι μια χώρα και μια οικονομία αντίστοιχου μεγέθους με τη δικιά μας και τη μικρή Εσθονία, που είναι η χώρα της Ε.Ε. που πετυχαίνει τις καλύτερες επιδόσεις από όλες. Οι μαθητές της χώρες μας υστερούν έναντι των μαθητών αυτών των χωρών και στην έρευνα του 2018, και στα τρία γνωστικά αντικείμενα.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα του 2018, η Ελλάδα βρίσκεται στην 24η θέση ανάμεσα στις χώρες της Ε.Ε., ξεπερνώντας μόνο τη Μάλτα, τη Ρουμανία, την Κύπρο και τη Βουλγαρία. Είναι αξιοσημείωτο ότι, αντίθετα με ό,τι συνέβαινε σε προηγούμενες έρευνες, στην έρευνα του 2018 οι μαθητές από την Τουρκία πέτυχαν καλύτερες επιδόσεις από τους δικούς μας και στα τρία γνωστικά αντικείμενα.
Όπως και τις προηγούμενες χρονιές, τις πρώτες θέσεις στις επιδόσεις του PISA τις καταλαμβάνουν οι μαθητές από την Κίνα (για τις ανάγκες της έρευνας αυτοί είναι χωρισμένοι σε τέσσερις διαφορετικές γεωγραφικές ομάδες -και οι τέσσερις κατατάσσονται στο top-5), τη Σιγκαπούρη, την Ιαπωνία, την Κορέα, τον Καναδά, τις ΗΠΑ και τις χώρες της Ωκεανίας και τις βόρειας Ευρώπης.
Στην Ευρώπη, όπως είπαμε, τις καλύτερες επιδόσεις έχει η Εσθονία, ακολουθούμενη από τη Φινλανδία και την Ιρλανδία. Όπως και το 2015, και λαμβάνοντας υπ’ όψιν την εκτίμηση που λέει ότι η φοίτηση στο σχολείο για ένα σχολικό έτος βελτιώνει τις επιδόσεις ενός μαθητή κατά περίπου 38 μονάδες, συμπεραίνει κανείς πως ο μέσος 15χρονος Έλληνας μαθητής έχει περίπου τις γνώσεις και τις ικανότητες του μέσου 12χρονου μαθητή από τη Σιγκαπούρη ή το Πεκίνο.
Όπως έγινε σαφές και από τα στοιχεία του 2015, το πρόβλημα με τις επιδόσεις των Ελλήνων δεν έχει να κάνει μόνο με το μέσο όρο. Το ποσοστό των Ελλήνων μαθητών που πετυχαίνουν πολύ υψηλές επιδόσεις είναι εξαιρετικά χαμηλό (σε σχέση με ό,τι συμβαίνει στις περισσότερες άλλες χώρες), ενώ το ποσοστό των μαθητών που δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν ούτε στα βασικά είναι εξαιρετικά υψηλό. Το 2018 μόλις το 6,2% των Ελλήνων μαθητών πέτυχε πολύ υψηλές επιδόσεις σε έστω και ένα γνωστικό αντικείμενο (από 6,8% το 2015).
Για τη σύγκριση αναφέρουμε πως στις χώρες του ΟΟΣΑ το ποσοστό των μαθητών πολύ υψηλών επιδόσεων είναι 15,7%, στη Σιγκαπούρη 43,3%, στην Εσθονία 22,5%, στη Γαλλία 15,9% και στην Πορτογαλία 15,2%. Αντίστροφα, όπως και στην προηγούμενη έρευνα, και το 2018 2 στους 10 Έλληνες μαθητές δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν ούτε στα βασικότερα προβλήματα και στα τρία γνωστικά αντικείμενα – ποσοστό μεγαλύτερο από αυτό της Τουρκίας, της Σλοβακίας και της Λευκορωσίας, μεταξύ άλλων.