Σε μια περίοδο που η ελληνική οικονομία δείχνει να απολαμβάνει σχετική σταθερότητα και πρόσβαση στις αγορές, το θεμελιώδες ερώτημα δεν είναι αν η ανάπτυξη συνεχίζεται, αλλά αν είναι βιώσιμη. Και η απάντηση εξαρτάται κυρίως από δύο κρίσιμους παράγοντες: την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα. Οι εκθέσεις της Κομισιόν, της Τραπέζης της Ελλάδος, του ΙΟΒΕ και άλλων θεσμών είναι κατηγορηματικές: αν η Ελλάδα δεν καταφέρει να βελτιώσει ουσιαστικά αυτούς τους δύο δείκτες, το μακροπρόθεσμο τίμημα θα είναι βαρύ – οικονομικά, κοινωνικά και δημοσιονομικά.
Χωρίς αύξηση παραγωγικότητας η δυνητική ανάπτυξη της χώρας καθηλώνεται, ήδη η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά ότι χωρίς μεταρρυθμίσεις δεν μπορεί να υπερβεί το 1,3%-1,5% ετησίως. Η χαμηλή παραγωγικότητα σημαίνει, επίσης, ότι η αύξηση των μισθών κινείται στα όρια του πληθωρισμού και δεν στηρίζεται σε πραγματικά θεμελιώδη μεγέθυνσης. Συνακόλουθα, η χαμηλή παραγωγικότητα τροφοδοτεί έναν φαύλο κύκλο: η Ελλάδα αδυνατεί να προσφέρει ανταγωνιστικές αμοιβές σε εξειδικευμένο προσωπικό, κάτι που οδηγεί σε μαζική διαρροή επιστημόνων στο εξωτερικό. Πάνω από 500.000 νέοι έφυγαν από τη χώρα από το 2010, στερώντας από την οικονομία το πλέον πολύτιμο κεφάλαιό της: το ανθρώπινο δυναμικό. Παράλληλα, η κοινωνία μένει εκτεθειμένη σε φαινόμενα working poor.
Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, η Ελλάδα καταγράφει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά εργαζόμενων φτωχών στην Ευρώπη, καθώς η αγορά εργασίας αναπαράγει χαμηλά αμειβόμενες, προσωρινές θέσεις χωρίς προοπτικές εξέλιξης. Επιπλέον και το χαμηλό επίπεδο ανταγωνιστικότητας πλήττει την ελκυστικότητα της χώρας ως επενδυτικού προορισμού. Παράλληλα, η εξαγωγική βάση της χώρας παραμένει περιορισμένη και εξαρτημένη από υπηρεσίες και πρώτες ύλες. Χωρίς αναβάθμιση του παραγωγικού μοντέλου η Ελλάδα θα συνεχίσει να υστερεί σε διεθνή μερίδια αγοράς, ιδίως σε κλάδους υψηλής τεχνολογίας και βιομηχανικής παραγωγής.
Μακροπρόθεσμα η σχέση μεταξύ παραγωγικότητας και δημοσιονομικής βιωσιμότητας είναι άμεση. Οσο η οικονομία δεν μπορεί να παράγει περισσότερη αξία τόσο η φορολογική βάση μένει στάσιμη. Με έναν πληθυσμό που γερνά ταχύτερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, οι δαπάνες για υγεία και συντάξεις θα αυξάνονται, χωρίς όμως αντίστοιχη αύξηση των εσόδων. Η εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους, που παραμένει άνω του 160% του ΑΕΠ, γίνεται επισφαλής αν η ανάπτυξη υποχωρήσει. Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, ακόμα και μικρές αποκλίσεις στον ρυθμό μεγέθυνσης από τις προβλέψεις οδηγούν σε εκτροχιασμό των μακροχρόνιων σεναρίων χρέους.
Κ.Α.
Διαρκή αγκάθια τα «κόκκινα» δάνεια και οι καθυστερήσεις
Παρότι οι ελληνικές τράπεζες μείωσαν αισθητά τα NPLs που διατηρούν στα χαρτοφυλάκιά τους, η συνολική εικόνα παραμένει προβληματική, αυτό είναι το συμπέρασμα της Κομισιόν στις εαρινές της προβλέψεις για την Ελλάδα. Ο δείκτης των «κόκκινων» δανείων στις τράπεζες μειώθηκε στο 3,4% τον Σεπτέμβριο του 2024. Ωστόσο, το σύνολο των «κόκκινων» δανείων υπό διαχείριση από servicers αυξήθηκε στα 74,8 δισ. ευρώ, δηλαδή στο 31,5% του ΑΕΠ. Μάλιστα, το 46,1% των NPLs αφορά επιχειρηματικά δάνεια. Αν και το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων επιχειρηματικών δανείων έχει μειωθεί σημαντικά, ιδιαίτερα για τις μεγάλες επιχειρήσεις, παραμένει υψηλό για τις πολύ μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην εξυπηρέτηση των δανειακών τους υποχρεώσεων. Στο τραπεζικό επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο το ποσοστό των «κόκκινων» δανείων για τις πολύ μικρές επιχειρήσεις και τους ελεύθερους επαγγελματίες ανέρχεται στο 10,1%, για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις στο 5,5%, ενώ για τις μεγάλες επιχειρήσεις έχει περιοριστεί στο 1,6%.
Η Κομισιόν επισημαίνει ότι η αργή πρόοδος στη διαχείριση των NPLs από τους servicers συνεχίζει να παρεμποδίζει την αποδοτική κατανομή κεφαλαίων στην οικονομία. Αιτίες της βραδύτητας περιλαμβάνουν καθυστερήσεις στις δικαστικές διαδικασίες, αποτυχία των πλειστηριασμών (75% αποτυγχάνουν, ενώ οι επιτυχημένοι καταλήγουν μόνο κατά 50% σε τρίτους) και καθυστέρηση στην καταχώριση πράξεων στο Κτηματολόγιο. Ως αποτέλεσμα η Κομισιόν προτείνει τροποποιήσεις στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και την ανάπτυξη ηλεκτρονικής πλατφόρμας για την άμεση κατανομή ημερομηνιών ακρόασης.
Συνεχίστηκε η «βουτιά» στις εξαγωγές καυσίμων
Αισθητή κάμψη συνέχισαν να καταγράφουν οι εξαγωγές ελληνικών καυσίμων, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της ΕΛ.ΣΤΑΤ., και τον Απρίλιο του 2025, επιβεβαιώνοντας μια καθοδική πορεία που πλέον δεν μπορεί να αγνοηθεί. Η τάση αυτή δεν αποτελεί απλώς συγκυριακή μεταβολή, αλλά ενδέχεται να προμηνύει σοβαρές διαρθρωτικές προκλήσεις για την εξαγωγική φυσιογνωμία της χώρας. Τον Απρίλιο του 2025 η συνολική αξία των εξαγωγών διαμορφώθηκε στα 3,83 δισ. ευρώ, καταγράφοντας πτώση 14,5% σε σύγκριση με τον αντίστοιχο μήνα του 2024. Εντούτοις, αν αφαιρεθούν τα πετρελαιοειδή, η υποχώρηση περιορίζεται σημαντικά, στο 2,7%, γεγονός που αναδεικνύει τις εξαγωγές καυσίμων ως βασικό «υπαίτιο» της συνολικής πτώσης. Στο τετράμηνο Ιανουαρίου – Απριλίου 2025 η εικόνα παρέμεινε ανάλογη. Οι εξαγωγές καυσίμων μειώθηκαν κατά 5,1% σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του προηγούμενου έτους. Αντιθέτως, οι εξαγωγές αγαθών πλην πετρελαιοειδών κατέγραψαν αύξηση 4,9%, καταδεικνύοντας ότι το υπόλοιπο εξαγωγικό δυναμικό της χώρας διατηρεί θετική πορεία.
Το πρόβλημα δεν περιορίζεται μόνο στη συμβολή των καυσίμων στο εμπορικό ισοζύγιο. Το ανησυχητικότερο είναι ότι η χώρα φαίνεται να αποδυναμώνεται σε έναν από τους βασικούς εξαγωγικούς της τομείς. Τα ελληνικά διυλισμένα προϊόντα δείχνουν ιδιαίτερη ευαισθησία στις παγκόσμιες μεταβολές στην ενεργειακή αγορά, τόσο ως προς τις τιμές όσο και ως προς τη ζήτηση, ενισχύοντας την ευθραυστότητα των συνολικών εξαγωγών της χώρας.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ (ΦΥΛΛΟ 12/6/2025)