Στη δίνη γεωπολιτικών κραδασμών η ελληνική αγορά

Ναυτιλία, ενέργεια, βιομηχανία και εμπόριο: οι τομείς που πλήττονται από τον άχo του πολέμου μεταξύ Ιράν - Ισραήλ.

Η κρίση στη Μέση Ανατολή, με αφετηρία τη στρατιωτική σύγκρουση μεταξύ Ισραήλ και Ιράν και τις εντάσεις στα κρίσιμα θαλάσσια περάσματα της Ερυθράς Θάλασσας και του στενού του Ορμούζ, φέρνει νέα δεδομένα στον παγκόσμιο οικονομικό χάρτη και ιδίως στον ευρωμεσογειακό χώρο.

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΑΠΟΣΤΟΛΟΠΟΥΛΟΥ

Για την Ελλάδα, η οποία βρίσκεται σε στρατηγικό σταυροδρόμι ναυτιλιακών και εμπορικών ροών και είναι εξαρτημένη από την εισαγόμενη ενέργεια, οι συνέπειες για τις επιχειρήσεις δεν είναι ούτε αφηρημένες ούτε τοποθετημένες στο μακρινό μέλλον. Αντίθετα, αναμένονται άμεσα αισθητές σε κρίσιμους κλάδους, αποκαλύπτοντας την ευαλωτότητα της εγχώριας παραγωγικής βάσης απέναντι σε εξωγενείς γεωπολιτικούς κραδασμούς.

Οδηγίες προς… ναυτιλλομένους

Ο πρώτος κλάδος που πλήττεται, παρά τις επιμέρους «ευκαιρίες», είναι η ναυτιλία. Αν και οι Ελληνες πλοιοκτήτες ενδέχεται να επωφεληθούν από τα αυξημένα ναύλα που προκαλούν οι αναδρομολογήσεις πλοίων και οι νέες απαιτήσεις της αγοράς, το συνολικό κόστος λειτουργίας ανεβαίνει απότομα. Ηδη η Ελλάδα και το Ηνωμένο Βασίλειο, δύο ναυτικές υπερδυνάμεις, σπεύδουν να προειδοποιήσουν τους πλοιοκτήτες τους: απομακρυνθείτε από το στενό του Ορμούζ και τη νότια Ερυθρά Θάλασσα, γιατί η κατάσταση μυρίζει… μπαρούτι. Η οδηγία είναι και το πρώτο πραγματικό σινιάλο ότι η ένταση στη Μέση Ανατολή μπορεί να εκτροχιάσει ολόκληρη την παγκόσμια αλυσίδα εφοδιασμού, καθώς ήδη κάποια πλοία αλλάζουν ρότα, ενώ άλλα ενεργοποιούν πρωτόκολλα ασφαλείας: κλειστά καταστρώματα, απενεργοποίηση εντοπισμού, αυξημένη επικοινωνία με τα κέντρα επιχειρήσεων. Τα ασφάλιστρα για πλοία που προσεγγίζουν επικίνδυνες ζώνες έχουν ήδη διπλασιαστεί ή και τριπλασιαστεί, ενώ οι χρόνοι ταξιδιού αυξάνονται κατά 30%-50% για διαδρομές που αποφεύγουν τα επίμαχα περάσματα. Ιδιαίτερα για τις ελληνικές ναυτιλιακές εταιρίες που δραστηριοποιούνται σε μεταφορές εμπορευμάτων από Ασία προς Ευρώπη, κυρίως μικρού και μεσαίου μεγέθους, οι συνθήκες πλεύσης γίνονται δυσμενέστερες, ιδίως για όσους δεν διαθέτουν τον στόλο ή το κεφάλαιο να αντέξουν μακροχρόνια αναπροσαρμογή διαδρομών.

Αυξήσεις στο ηλεκτρικό ρεύμα

Ακόμα πιο αισθητή είναι η επίδραση στον ενεργειακό τομέα και στις επιχειρήσεις που εξαρτώνται από καύσιμα ή ηλεκτρική ενέργεια από ορυκτές πηγές. Η άνοδος της διεθνούς τιμής πετρελαίου επαναφέρει το φάσμα της ενεργειακής ακρίβειας και των πιέσεων στο παραγωγικό κόστος. Για μικρές βιοτεχνίες, κλάδους μεταποίησης, αλλά και για μεταφορικές και τουριστικές επιχειρήσεις στην περιφέρεια η ενεργειακή ανασφάλεια μεταφράζεται σε αυξημένα κόστη, που δύσκολα απορροφώνται χωρίς περικοπές. Πολλές επιχειρήσεις που κατάφεραν να επιβιώσουν την προηγούμενη 4ετία, εν μέσω πανδημίας και ενεργειακής κρίσης, βρίσκονται τώρα αντιμέτωπες με ένα δεύτερο κύμα αβεβαιότητας και ανατιμήσεων, ενώ, αν επιβεβαιωθούν τα δυσοίωνα σενάρια για «εκτόξευση» της τιμής ανά βαρέλι brent ακόμα και στα 120 δολάρια και διατήρησή τους σε τέτοια επίπεδα, η επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας λόγω του αυξημένου λειτουργικού κόστος των επιχειρήσεων είναι μάλλον μονόδρομος.

Ρήγματα στην εφοδιαστική αλυσίδα

Στον κλάδο της μεταποίησης και της βιομηχανίας τα προβλήματα, πέρα από το κόστος της ενέργειας, καθώς πρόκειται για ενεργοβόρους παραγωγικούς τομείς, εντοπίζονται κυρίως στην εφοδιαστική αλυσίδα. Η Ελλάδα εξαρτάται σημαντικά από πρώτες ύλες και εξαρτήματα που μεταφέρονται μέσω των θαλάσσιων οδών που πλέον είναι επισφαλείς. Οι καθυστερήσεις στα φορτία από τη νότια Ασία και τη Μέση Ανατολή αυξάνονται, οι χρόνοι παράδοσης είναι πλέον αβέβαιοι και τα κόστη μεταφοράς καταγράφουν αυξήσεις έως και 40% σε συγκεκριμένες διαδρομές. Οι επιχειρήσεις που λειτουργούν με βάση μοντέλα just-in-time ή ετήσιων συμβολαίων προμήθειας καλούνται πλέον να επαναδιαπραγματευτούν συμβάσεις, να στραφούν σε ακριβότερες αγορές ή να διακινδυνεύσουν διακοπή παραγωγής. Φυσικά τα αυξημένα κόστη μεταφοράς τελικά θα μεταφερθούν και στον τελικό καταναλωτή, καθώς αναπόφευκτα θα ανέβει η τιμή των βιομηχανικών και μεταποιητικών προϊόντων.

Πιέσεις στις ΜμΕ του εμπορίου και της λιανικής

Η πίεση μεταφέρεται και στο χονδρεμπόριο και το λιανεμπόριο. Οι επιχειρήσεις που εισάγουν αγαθά πρώτης ανάγκης ή καταναλωτικά προϊόντα αντιμετωπίζουν διπλό πλήγμα: αφενός από τις καθυστερήσεις και τα αυξημένα μεταφορικά, αφετέρου από τη μείωση της ζήτησης λόγω των ανατιμήσεων. Ειδικά οι μικρές επιχειρήσεις λιανικής πώλησης, που έχουν περιορισμένο περιθώριο ρευστότητας και τιμολόγησης των προϊόντων τους λόγω μικρών δυνατοτήτων απορρόφησης του κόστους, έρχονται αντιμέτωπες με ένα νέο σφιχτό περιβάλλον. Είναι κοινή παραδοχή ανάμεσα στους επαγγελματίες του κλάδου πως η ανασφάλεια στην τροφοδοσία προϊόντων και οι πιέσεις στις τιμές απειλούν να στραγγαλίσουν όσους δεν έχουν πρόσβαση σε στοκ ή σε μεγάλης κλίμακας προμηθευτές και είναι έκθετοι στις πιο απότομες αναταράξεις των αγορών και της παγκόσμιας οικονομίας.

Επιφύλαξη και αστάθεια και στις επενδύσεις

Στον τομέα των χρηματοοικονομικών και των επενδύσεων, η νέα κρίση δεν επιφέρει καταστροφικά χτυπήματα, αλλά επιτείνει τη μεταβλητότητα και ενισχύει την αβεβαιότητα. Η ελληνική χρηματιστηριακή αγορά κατέγραψε ήδη ελαφρές πιέσεις, ιδίως σε εισηγμένες του ενεργειακού και βιομηχανικού κλάδου, ενώ τα spreads των ελληνικών ομολόγων κινήθηκαν ελαφρώς ανοδικά. Επιπλέον, η αβεβαιότητα λειτουργεί αποτρεπτικά για επενδυτικά funds που παρακολουθούν τη νοτιοανατολική Μεσόγειο ως ενιαία γεωπολιτική «ζώνη κινδύνου».

Το αποτέλεσμα είναι πως νέα επιχειρηματικά projects θα βρεθούν αντιμέτωπα με αδυναμίες και καθυστερήσεις στην προσέλκυση κεφαλαίων, ενώ και οι τράπεζες αναμένεται να γίνουν πιο συγκρατημένες σε εγκρίσεις δανείων με ρίσκο εξωτερικής εξάρτησης, δηλαδή μεταφορές, εξαγωγές, ενέργεια κ.λπ.

Εν γένει, η ελληνική επιχειρηματικότητα, αν και έχει αποκτήσει εμπειρία στην αντιμετώπιση κρίσεων, δείχνει ότι εξακολουθεί να λειτουργεί υπό καθεστώς χαμηλής ανθεκτικότητας σε παγκόσμιους κραδασμούς. Αν και οι επιπτώσεις της κρίσης στη Μέση Ανατολή δεν έχουν ακόμη κορυφωθεί, η πρόβλεψη είναι ξεκάθαρη: οι «πληγές» που θα ανοίξουν σε κόστη, αλυσίδες εφοδιασμού και καταναλωτική ζήτηση θα γίνουν ιδιαίτερα εμφανείς τους καλοκαιρινούς μήνες, με τις μικρότερες επιχειρήσεις να χρειάζονται πιθανότατα στοχευμένη στήριξη από το οικονομικό επιτελείο, προκειμένου να αντέξουν ένα νέο κύμα αβεβαιότητας και επιβράδυνσης στη δραστηριότητα.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ (ΦΥΛΛΟ 20/6/2025)

- Διαφήμιση -
spot_img

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

spot_img

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ