Αναλυτικός οδηγός-Τι προβλέπει η απόφαση του Υπουργείου Οικονομικών
Σε λειτουργία αναμένεται να τεθεί στις 26 Φεβρουαρίου η πλατφόρμα για τη νέα ρύθμιση των οφειλών προς την φορολογική διοίκηση σε 24 έως 48 δόσεις.
Το θετικό είναι όσοι υπαχθούν έως τότε στην πάγια ρύθμιση των 12 – 24 δόσεων θα έχουν τη δυνατότητα να μεταπηδήσουν στη συνεχεία και στην ευνοϊκότερη ρύθμιση.
Αναλυτικά η απόφαση του υπουργείου Οικονομικών προβλέπει ότι:
Η αίτηση για υπαγωγή σε πρόγραμμα ρύθμισης των 24-48 δόσεων υποβάλλεται από την 26/2/2020 ηλεκτρονικά, μέσω διαδικτυακής εφαρμογής για όλες τις περιπτώσεις που αυτό υποστηρίζεται τεχνικά. Εξαιρετικά και σε περίπτωση που υφίσταται αδυναμία διαδικτυακής υποστήριξης, η αίτηση υποβάλλεται στη Δ.Ο.Υ. ή Τελωνείο ή άλλη Υπηρεσία της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), ο Προϊστάμενος της οποίας είναι αρμόδιος για την επιδίωξη της είσπραξης της οφειλής. Η αίτηση για ρύθμιση επέχει θέση υπεύθυνης δήλωσης του άρθρου 8 του ν. 1599/1986.
Στη ρύθμιση υπάγονται οφειλές που δεν είχαν υπαχθεί σε οποιαδήποτε νομοθετική ρύθμιση η οποία κατά την 1.11.2019 ήταν σε ισχύ, που κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης δεν έχουν τακτοποιηθεί κατά νόμιμο τρόπο με αναστολή πληρωμής από οποιαδήποτε αιτία ή άλλη ρύθμιση τμηματικής καταβολής βάσει νόμου ή δικαστικής απόφασης ή προσωρινής διαταγής.
Μετά από επιλογή του οφειλέτη δύνανται να ρυθμιστούν και:
α) οι βεβαιωμένες μη ληξιπρόθεσμες, κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης υπαγωγής στη ρύθμιση, οφειλές ή δόσεις οφειλών και
β) οι βεβαιωμένες και ληξιπρόθεσμες, κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης υπαγωγής στη ρύθμιση, οφειλές που τελούν σε αναστολή πληρωμής.
Για την υπαγωγή στη ρύθμιση των οφειλών που ρυθμίζονται σε έως είκοσι τέσσερις (24) δόσεις θα πρέπει να αποδεικνύεται η βιωσιμότητα του διακανονισμού. Για τον σκοπό αυτό ταυτόχρονα με την υποβολή της αίτησης, ο οφειλέτης πρέπει με υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 του ν. 1599/1986 να δηλώνει το σύνολο των περιουσιακών του στοιχείων (κινητή και ακίνητη περιουσία οποιασδήποτε μορφής), απαιτήσεις από τρίτους, καθώς και πληροφορίες που θα περιλαμβάνουν οφειλές του σε ασφαλιστικά ταμεία ή άλλες υπηρεσίες του δημοσίου τομέα και άλλες πάγιες υποχρεώσεις προς τρίτους εφόσον υφίστανται, το τρέχον και το αναμενόμενο εισόδημά του.
Ο αριθμός των δόσεων της ρύθμισης για τις οφειλές που ρυθμίζονται σε έως 48 δόσεις (υποπερ. 1.α. (ii) της υποπαρ. Α2 της παρ. Α του πρώτου άρθρου του ν. 4152/2013) καθορίζεται με βάση την ικανότητα αποπληρωμής του οφειλέτη, υπό τον περιορισμό του ελάχιστου ποσού μηνιαίας δόσης των τριάντα ευρώ (30). Στην περίπτωση αυτή υπάγονται και i) οι οφειλές που προκύπτουν από διοικητικό προσδιορισμό φόρου με βάση όχι στοιχεία που περιέχονται σε φορολογική δήλωση αλλά στοιχεία που έχει στη διάθεσή της η Φορολογική Διοίκηση από άλλες πηγές, με εξαίρεση τον προσδιορισμό κατά τις διατάξεις του άρθρου 5Α του ν. 4172/2013 καθώς και ii) οι οφειλές που προκύπτουν από εκτιμώμενο προσδιορισμό του φόρου.
Ειδικότερα:
α) Για οφειλέτες φυσικά πρόσωπα ο αριθμός των δόσεων καθορίζεται με βάση το μέσο όρο του συνολικού εισοδήματός τους (ατομικό, φορολογούμενο ή απαλλασσόμενο, πραγματικό ή τεκμαρτό), με οποιοδήποτε τρόπο και εάν έχει αυτό προσδιοριστεί (είτε βάσει δήλωσης του φορολογούμενου είτε κατόπιν ελέγχου ή οίκοθεν βάσει στοιχείων που έχει στη διάθεσή της η Φορολογική Διοίκηση), κατά τα τελευταία τρία φορολογικά έτη πριν την αίτηση υπαγωγής στη ρύθμιση ή το συνολικό εισόδημα (ατομικό, φορολογούμενο ή απαλλασσόμενο, πραγματικό ή τεκμαρτό) του αμέσως προηγούμενου φορολογικού έτους από την ημερομηνία αίτησης υπαγωγής στη ρύθμιση εφόσον αυτό είναι μεγαλύτερο από το μέσο όρο, και το ύψος της ρυθμιζόμενης οφειλής. Για καθορισμό του αριθμού των δόσεων κατά τα ανωτέρω δεν λαμβάνεται υπόψιν το συνολικό εισόδημα του φορολογικού έτους για το οποίο κατά τον χρόνο της αίτησης υπαγωγής στη ρύθμιση δεν έχει παρέλθει η προθεσμία υποβολής της οικείας δήλωσης φορολογίας εισοδήματος.
Ο αριθμός των δόσεων υπολογίζεται ως εξής: Το συνολικό εισόδημα πολλαπλασιάζεται τμηματικά με προοδευτικά κλιμακωτό συντελεστή, όπως αυτός ορίζεται στο τρίτο και τέταρτο εδάφιο της υποπερίπτωσης β της περίπτωσης 1 της υποπαραγράφου Α2 της παραγράφου Α του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013, όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 43 του ν. 4646/2019. Το άθροισμα των γινομένων του εισοδήματος με τους αντίστοιχους συντελεστές αναγόμενο σε μηνιαία βάση διαιρεί το ποσό της ρυθμιζόμενης οφειλής. Ο αριθμός των δόσεων προκύπτει από το ακέραιο μέρος του πηλίκου της διαίρεσης αυτής, υπό τον περιορισμό του ελάχιστου ποσού μηνιαίας δόσης.
Σε περίπτωση που ο οφειλέτης δεν είχε υποχρέωση υποβολής δήλωσης φορολογίας εισοδήματος για κανένα από τα φορολογικά έτη που λαμβάνονται υπόψιν για τον καθορισμό της ικανότητας αποπληρωμής, ή έχει υποβάλει μηδενικές δηλώσεις για όλα τα έτη αυτά, χορηγείται ο μέγιστος αριθμός δόσεων, υπό τον περιορισμό του ποσού της ελάχιστης μηνιαίας δόσης.
Για τον καθορισμό της ικανότητας αποπληρωμής προσμετράται το υπολειπόμενο ρυθμισμένο ποσό από ανεξόφλητες κατά τον χρόνο της υπαγωγής δόσεις ρυθμίσεων οι οποίες χορηγήθηκαν δυνάμει των διατάξεων της υποπερίπτωσης α’ (ii), στο βαθμό που ο χρόνος αποπληρωμής των δόσεων των προηγουμένων ρυθμίσεων συμπίπτει με τον χρόνο αποπληρωμής των δόσεων της ρύθμισης.
β) Για οφειλέτες νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες, ο αριθμός των δόσεων καθορίζεται με βάση το μέσο όρο των συνολικών ακαθάριστων εσόδων, με οποιοδήποτε τρόπο και εάν έχουν αυτά προσδιοριστεί (είτε βάσει δήλωσης του φορολογούμενου είτε κατόπιν ελέγχου ή οίκοθεν βάσει στοιχείων που έχει στη διάθεσή της η Φορολογική Διοίκηση), των τριών τελευταίων πριν την αίτηση υπαγωγής στη ρύθμιση φορολογικών ετών ή τα συνολικά ακαθάριστα έσοδα του αμέσως προηγούμενου φορολογικού έτους από την ημερομηνία αίτησης υπαγωγής στη ρύθμιση, εφόσον αυτά είναι μεγαλύτερα από τον μέσο όρο, και το ύψος της ρυθμιζόμενης οφειλής.
Για καθορισμό του αριθμού των δόσεων κατά τα ανωτέρω δεν λαμβάνεται υπόψιν το συνολικό εισόδημα του φορολογικού έτους για το οποίο κατά τον χρόνο της αίτησης υπαγωγής στη ρύθμιση δεν έχει παρέλθει η προθεσμία υποβολής της οικείας δήλωσης φορολογίας εισοδήματος.
Ο αριθμός των δόσεων υπολογίζεται ως εξής:
Τα συνολικά ακαθάριστα έσοδα πολλαπλασιάζονται τμηματικά με προοδευτικά κλιμακωτό συντελεστή, όπως αυτός ορίζεται στο ένατο εδάφιο υποπερίπτωσης β της περίπτωσης 1 της υποπαραγράφου Α2 της παραγράφου Α του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013, όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 43 του ν. 4646/2019. Το άθροισμα των γινομένων των ακαθάριστων εσόδων με τους αντίστοιχους συντελεστές αναγόμενο σε μηνιαία βάση διαιρεί το ποσό της ρυθμιζόμενης οφειλής. Ο αριθμός των δόσεων προκύπτει από το ακέραιο μέρος του πηλίκου της διαίρεσης αυτής, υπό τον περιορισμό του ελάχιστου ποσού μηνιαίας δόσης.
Σε περίπτωση που για όλα τα φορολογικά έτη με βάση τα οποία καθορίζεται η ικανότητα αποπληρωμής του οφειλέτη έχουν υποβληθεί μηδενικές δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος, χορηγείται ο μέγιστος αριθμός δόσεων, υπό τον περιορισμό του ποσού της ελάχιστης μηνιαίας δόσης. Για τον καθορισμό της ικανότητας αποπληρωμής λαμβάνονται κάθε φορά υπόψιν και οι οφειλές από ανεξόφλητες κατά τον χρόνο της υπαγωγής δόσεις ρυθμίσεων οι οποίες χορηγήθηκαν δυνάμει των διατάξεων της υποπερίπτωσης α’ (ii), στον βαθμό που ο χρόνος αποπληρωμής των δόσεων των προηγουμένων ρυθμίσεων συμπίπτει με τον χρόνο αποπληρωμής των δόσεων της ρύθμισης.
Αν το νομικό πρόσωπο ή η νομική οντότητα έχει προβεί σε διακοπή εργασιών, ως συνολικά ακαθάριστα έσοδα για τον υπολογισμό του αριθμού των δόσεων λαμβάνονται υπόψη τα συνολικά ακαθάριστα έσοδα, του φορολογικού έτους διακοπής εργασιών. Σε περίπτωση που το νομικό πρόσωπο ή η νομική οντότητα έχει προβεί σε διακοπή εργασιών πέραν των πέντε ετών πριν την υποβολή αίτησης για υπαγωγή στη ρύθμιση, μη συμπεριλαμβανομένου του έτους της αίτησης, χορηγείται ο μέγιστος αριθμός δόσεων.
Για την εφαρμογή των οριζόμενων στην περ. β’ της παρ. 2 του παρόντος άρθρου, στις περιπτώσεις που οφειλέτες είναι νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, λαμβάνονται υπόψη τα συνολικά (φορολογούμενα ή απαλλασσόμενα) έσοδα.
Για την υπαγωγή στη ρύθμιση πρέπει να καταβληθεί η πρώτη δόση εντός τριών (3) εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία αίτησης για υπαγωγή στη ρύθμιση. Οι επόμενες δόσεις καταβάλλονται έως την τελευταία εργάσιμη ημέρα των επόμενων μηνών από την ημερομηνία αίτησης υπαγωγής στη ρύθμιση.
Με την υποβολή από τον οφειλέτη αιτήματος περί υπαγωγής στη ρύθμιση της υποπαραγράφου Α2 της παραγράφου Α του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, τα αποδιδόμενα ποσά από συμψηφισμούς του άρθρου 83 του Κ.Ε.Δ.Ε., από παρακρατήσεις αποδεικτικού ενημερότητας και βεβαίωσης οφειλής του άρθρου 12 του ν. 4174/2013 και από μέτρα αναγκαστικής είσπραξης δύνανται να καλύπτουν την πρώτη δόση, εφόσον εισπράττονται εντός της προθεσμίας του πρώτου εδαφίου της περ. 7 της υποπαραγράφου Α2 της παραγράφου Α του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013 και δεν πιστώνονται διαφορετικά κατά τις κείμενες διατάξεις.
Σε περίπτωση απώλειας της ρύθμισης, επιτρέπεται, με τους όρους και τις προϋποθέσεις των περιπτώσεων α΄ και β΄ της περίπτωσης 1 του άρθρου 43 του ν. 4646/2019, όπως ενσωματώνεται στην περίπτωση 1 της υποπαραγράφου Α2 της παραγράφου Α του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013, η υπαγωγή της ίδιας οφειλής ανά οφειλέτη στη ρύθμιση για δεύτερη φορά. Ο αριθμός των δόσεων δεν μπορεί να υπερβαίνει τον αριθμό των δόσεων που υπολείπονταν κατά τον χρόνο απώλειας της ρύθμισης. Στην περίπτωση αυτή, για την εκ νέου υπαγωγή απαιτείται ως πρώτη δόση της ρύθμισης η προκαταβολή ποσού διπλάσιου της μηνιαίας δόσης της δεύτερης ρύθμισης.
Η δήλωση του ποσού της προκαταβολής γίνεται από τον οφειλέτη κατά την υποβολή του αιτήματος υπαγωγής στη ρύθμιση.
Η προκαταβολή είναι καταβλητέα μέσα σε τρεις (3) εργάσιμες ημέρες από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για δεύτερη ρύθμιση. Η δεύτερη ρύθμιση καθίσταται ενεργή με την προκαταβολή του ποσού που δηλώνεται από τον οφειλέτη. Οι υπόλοιπες δόσεις της δεύτερης ρύθμισης είναι καταβλητέες έως την τελευταία εργάσιμη ημέρα των μηνών που έπονται του μήνα αίτησης υπαγωγής στη ρύθμιση.
Το ποσό της προκαταβολής εξοφλείται με εκούσια καταβολή ή με συμψηφισμό κατ΄ άρθρο 83 του Κ.Ε.Δ.Ε. (ΦΕΚ 90 Α΄) εντός της προθεσμίας του πρώτου εδαφίου της παρ. 3 του παρόντος άρθρου.
Σε οφειλέτες που είναι συνεπείς στην εκπλήρωση των όρων της ρύθμισης μέχρι το πέρας αυτής, κατόπιν εξόφλησης της τελευταίας δόσης, επιστρέφεται ποσό, που ισούται με το είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) των τόκων που ορίζονται στην περίπτωση 3 της υποπαραγράφου Α2 της παραγράφου Α του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013 και έχουν επιβαρύνει το ποσό των δόσεων της ρυθμιζόμενης οφειλής. Το προς επιστροφή ποσό δεν παρακρατείται, δεν κατάσχεται και δεν συμψηφίζεται με άλλες υποχρεώσεις του οφειλέτη προς το Δημόσιο ή τρίτους.
Η επιστροφή γίνεται κεντρικά ή τοπικά στις Δ.Ο.Υ./ Ελεγκτικά Κέντρα με ατομικά ή μαζικά φύλλα έκπτωσης. Όσον αφορά τις ρυθμισμένες στα Τελωνεία οφειλές, για την επιστροφή του σχετικού ποσού εκδίδεται απόφαση επιστροφής από το τμήμα Δικαστικού του αρμόδιου για την επιδίωξη της είσπραξης της οφειλής Τελωνείο, από την οποία προκύπτει το προς επιστροφή ποσό, η οποία αποτελεί και τίτλο πληρωμής. Συντάσσεται σε τέσσερα αντίτυπα και υπογράφεται από τον Προϊστάμενο του τμήματος και του Τελωνείου.
Στην απόφαση μνημονεύονται ο Α.Φ.Μ. και τα στοιχεία του δικαιούχου, το ποσό και η αιτία της επιστροφής, που διατυπώνεται με σαφήνεια. Ένα εκ των αντιτύπων της απόφασης παραδίδεται στο ταμείο του Τελωνείου για την πραγματοποίηση της επιστροφής, ένα παραδίδεται στον δικαιούχο της επιστροφής, ένα παραμένει στο αρχείο του δικαστικού και ένα αντίτυπο υποβάλλεται στο Ελεγκτικό Συνέδριο με τον ενιαύσιο λογαριασμό κατά τα ισχύοντα. Η επιστροφή δύναται να διενεργείται και κεντρικά.
Σε περίπτωση απώλειας της ρύθμισης και υπαγωγής των ίδιων οφειλών από τον ίδιο οφειλέτη σε ρύθμιση για δεύτερη φορά ως βάση υπολογισμού του ποσού των τόκων που επιστρέφονται, λαμβάνεται το σύνολο των τόκων της περίπτωσης 3 της υποπαραγράφου Α2 της παραγράφου Α του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013 που επιβαρύνουν τις οφειλές από την πρώτη υπαγωγή τους στη ρύθμιση και ως την εξόφλησή τους.
Λοιπά στοιχεία της ρύθμισης
α. Ο οφειλέτης τυγχάνει των ευεργετημάτων της πάγιας ρύθμισης της υποπαραγράφου Α2 της παραγράφου Α του πρώτου άρθρου του ν. 4152/2013, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, μετά την εξόφληση της πρώτης δόσης αυτής εντός της προθεσμίας του πρώτου εδαφίου της περ. 7 της υποπαραγράφου Α2 της παραγράφου Α του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013 ή μετά την εξόφληση της προκαταβολής εντός της προθεσμίας της παραγράφου γ της περίπτωσης 1 της υποπαραγράφου Α2 της παραγράφου Α του πρώτου άρθρου του ν. 4152/2013 στην περίπτωση της υπαγωγής των ίδιων οφειλών από τον ίδιο οφειλέτη σε ρύθμιση για δεύτερη φορά.
β. Το ισχύον επιτόκιο με το οποίο υπολογίζεται ο τόκος της ρύθμισης προσδιορίζεται στην περ. 3 της υποπαραγράφου Α2 της παραγράφου Α του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει. Το επιτόκιο παραμένει σταθερό καθ΄ όλη τη διάρκεια της ρύθμισης.
Χορήγηση Πιστοποιητικών Κεφαλαίου
Στις περιπτώσεις στις οποίες απαιτείται η μνημόνευση και επισύναψη ή η προσκόμιση πιστοποιητικού ΕΝ.Φ.Ι.Α. σύμφωνα με το άρθρο 54Α’ του Κ.Φ.Δ. και ο φορολογούμενος έχει ανεξόφλητες οφειλές από διαφορετικές πηγές, συμπεριλαμβανομένου του ΕΝ.Φ.Ι.Α., οι οποίες έχουν υπαχθεί στη ρύθμιση, και στις περιπτώσεις που υπάρχει υποχρέωση απόδοσης του επιμεριστικά αναλογούντος φόρου είτε από τον υπόχρεο είτε από συμβολαιογράφο, ισχύουν τα οριζόμενα στις ΠΟΛ.1004/2015 (Β΄2) απόφαση ΓΓΔΕ και ΠΟΛ.1117/2015 εγκύκλιο.
Ως προς τον τρόπο χορήγησης του πιστοποιητικού του άρθρου 105 του Κώδικα Διατάξεων Φορολογίας Κληρονομιών, Δωρεών, Γονικών Παροχών και Κερδών από τυχερά παίγνια, ο οποίος κυρώθηκε με το πρώτο άρθρο του ν. 2961/2001, εξακολουθούν να ισχύουν τα οριζόμενα στην ΠΟΛ.1117/2015.
Στις περιπτώσεις που κατά τη μεταβίβαση ή σύσταση εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί ακινήτων κ.λπ. χορηγούνται σωρευτικά πιστοποιητικό/ά φόρου κληρονομιών ή/και ΕΝ.Φ.Ι.Α. ή/και αποδεικτικό ενημερότητας με τον όρο της παρακράτησης και απόδοσης των επ’ αυτών αναγραφόμενων ποσών, ισχύουν τα οριζόμενα στην ΠΟΛ.1118/2016 εγκύκλιο.
Χρόνος έναρξης ισχύος εφαρμογής για την υπαγωγή στη ρύθμιση, μεταβατικές και καταργούμενες διατάξεις
Με την παρούσα απόφαση ορίζεται ως χρόνος έναρξης εφαρμογής για την υπαγωγή στις διατάξεις του άρθρου 43 του ν. 4646/2019 η 26-2-2020. Μέχρι την ανωτέρω ημερομηνία εξακολουθούν να υλοποιούνται οι διατάξεις της υποπαραγράφου Α2 της παραγράφου Α του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013 πριν την τροποποίηση με τις διατάξεις του άρθρου 43 του ν. 4646/2019.
Οφειλές οι οποίες κατά την 1-11-2019 δεν τελούσαν σε ρύθμιση και οι οποίες μέχρι τις 26/2/2020 έχουν υπαχθεί στη ρύθμιση της υποπαρ. Α2 της παρ. Α του πρώτου άρθρου του ν. 4152/2013 ή στη ρύθμιση του άρθρου 43 του ν. 4174/2013 (ΦΕΚ 170 Α΄), δύνανται από τις 26-2-2020, κατόπιν αίτησης του οφειλέτη, να υπαχθούν, για το υπόλοιπο αυτών, σε ρύθμιση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 43 του ν. 4646/2019. Διαφορετικά συνεχίζουν να τελούν σε ρύθμιση σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις των προϊσχυουσών διατάξεων.
Κατά τα λοιπά ισχύουν οι διατάξεις των παρ. 3 περ. Γ, 6 περ. β, γ, υποπέρ. ii και iii, 7, 8 περ. α, β, γ, 9 και 10 της απόφασης του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων ΠΟΛ.1112/2013 (ΦΕΚ 1237 Β΄).