Η έλλειψη σταθερών κανόνων και οι εξοντωτικές επιβαρύνσεις, βασικά συστατικά στον κατάλογο των παθογενειών, ενώ μικρές επιχειρήσεις δεν έχουν τα μέσα για να αντεπεξέλθουν στις σημερινές απαιτήσεις
ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΑΠΟΣΤΟΛΟΠΟΥΛΟΥ
Η πρόσφατη έρευνα του ΣΕΒ για τον «Σφυγμό του Επιχειρείν» έβγαλε ξανά στην επιφάνεια τα χρόνια προβλήματα τα οποία αντιμετωπίζουν οι ελληνικές επιχειρήσεις, μαζί με νέα τα οποία προστίθενται λόγω των αλλαγών που επέρχονται στο διεθνές περιβάλλον, στην τεχνολογία, στο κλίμα. Ετσι, παρά τις εξαγγελίες για αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της ελληνικής οικονομίας και τις νέες μεταρρυθμίσεις που κάθε τόσο ευαγγελίζονται οι ιθύνοντες, οι επιχειρηματίες, κυρίως οι μικρομεσαίοι, μας υπενθυμίζουν πως στην Ελλάδα δεν γίνονται ακόμα ούτε τα βασικά για τη διαμόρφωση ενός φιλικού προς το επιχειρείν περιβάλλοντος. Φορολογικά βάρη, γραφειοκρατία, αδιαφάνεια και δυσκολία πρόσβασης στη χρηματοδότηση είναι τα πιο γνωστά, χωρίς να εξαντλείται εκεί ο κατάλογος των παθογενειών.
Βάσει των όσων δήλωσαν οι ίδιες οι επιχειρήσεις ως εμπόδια για την ανάπτυξη της δραστηριότητάς τους, οι πιέσεις εστιάζονται κυρίως στις μικρομεσαίες, χωρίς, ωστόσο, να απουσιάζουν και για τις μεγαλύτερες, παρότι παρατηρείται πρόοδος σε επιμέρους τομείς. Ως αποτέλεσμα, οι ελληνικές επιχειρήσεις εξακολουθούν να λειτουργούν μέσα σε ένα περιβάλλον συχνά εχθρικό προς την ανάπτυξη, σε αντίθεση με Ευρωπαίους ανταγωνιστές τους που επενδύουν στη σταθερότητα, στη διαφάνεια και την αποτελεσματικότητα.
«Βαρίδι» δίχως τέλος η φορολογία
Αν και στην Ελλάδα ο ονομαστικός φορολογικός συντελεστής για τις επιχειρήσεις βρίσκεται στο 22%, η συνολική φορολογική επιβάρυνση (λόγω προκαταβολής φόρου, ασφαλιστικών εισφορών, ειδικών τελών κ.λπ.) παραμένει από τις υψηλότερες στην Ε.Ε. Πολλές ΜμΕ φτάνουν να καταβάλλουν άνω του 40% των καθαρών κερδών τους σε φόρους, τη στιγμή που χώρες όπως η Ιρλανδία (12,5%) ή η Βουλγαρία (10%) προσφέρουν χαμηλούς και σταθερούς συντελεστές με απλούστερες διαδικασίες. Επιπλέον, το ύψος των ασφαλιστικών εισφορών στην Ελλάδα, παρά τις μειώσεις, αποτελεί ένα από τα πλέον αποθαρρυντικά στοιχεία για την ανάπτυξη της απασχόλησης και τη νόμιμη εργασία. Οι εργοδοτικές εισφορές παραμένουν στα ύψη, με αποτέλεσμα το συνολικό «μη μισθολογικό κόστος» -δηλαδή οι υποχρεώσεις πέραν των μισθών των εργαζομένων- να αγγίζει ή και να ξεπερνά το 40%.
Αυτό πλήττει ιδιαίτερα τις μικρές επιχειρήσεις και τους κλάδους χαμηλής παραγωγικότητας, όπου κάθε νέα πρόσληψη μεταφράζεται σε δυσανάλογη επιβάρυνση. Επιπλέον, η δαιδαλώδης πολυπλοκότητα του ασφαλιστικού συστήματος και οι συχνές αλλαγές δημιουργούν αβεβαιότητα και αυξάνουν τον διοικητικό φόρτο. Φυσικά ούτε λόγος για να προσεγγίσει η χώρα μας κράτη όπως η Ολλανδία ή η Δανία, όπου το μη μισθολογικό κόστος είναι αισθητά χαμηλότερο, με απλουστευμένο σύστημα υπολογισμού και έμφαση στην ανταποδοτικότητα, γεγονός που ενισχύει την ευκολία στην προσέλκυση και διατήρηση προσωπικού.
Τροχοπέδη το κόστος της ενέργειας
Αλλη μία, όχι και τόσο τιμητική, διάκριση καταγράφεται για την Ελλάδα, η οποία συγκαταλέγεται διαχρονικά στις ακριβότερες χώρες της Ε.Ε. όσον αφορά το κόστος ηλεκτρικής ενέργειας για τις επιχειρήσεις, με τιμές που σε περιόδους κορύφωσης της ενεργειακής κρίσης ξεπέρασαν τα 200 ευρώ ανά μεγαβατώρα. Η χώρα εξαρτάται έντονα από εισαγόμενες πηγές ενέργειας, ιδίως φυσικό αέριο, γεγονός που την καθιστά ιδιαίτερα ευάλωτη στις διεθνείς αναταραχές στις αγορές. Επιπλέον, η τελική τιμή που πληρώνουν οι επιχειρήσεις δεν καθορίζεται μόνο από την τιμή της κιλοβατώρας στην αγορά χονδρικής, αλλά επιβαρύνεται από πλήθος ρυθμιζόμενων χρεώσεων: τέλη μεταφοράς και διανομής, επιβαρύνσεις για τις ΑΠΕ, φόρους και λοιπές εισφορές. Οι ΜμΕ, που δεν διαθέτουν διαπραγματευτική ισχύ ή δυνατότητα πρόσβασης σε εναλλακτικές μορφές ενέργειας, πλήττονται δυσανάλογα, σε αντίθεση με τις μεγαλύτερες που μπορούν να διασφαλίσουν εκπτώσεις μέσω συμφωνιών προμήθειας. Ολα αυτά φυσικά έρχονται σε πλήρη αντίθεση με χώρες όπως η Πορτογαλία ή η Φινλανδία, όπου η τιμολογιακή πολιτική είναι πιο προβλέψιμη και οι χρεώσεις εξορθολογισμένες.
Δημόσια Διοίκηση, γραφειοκρατία και αργή Δικαιοσύνη «φρενάρουν» τις ΜμΕ
Η Ελλάδα κατατάσσεται στην 86η θέση παγκοσμίως όσον αφορά την ευκολία έναρξης επιχείρησης. Η γραφειοκρατία, η ασάφεια των διαδικασιών και η έλλειψη ενιαίων ψηφιακών συστημάτων αποτελούν βασικά ανασταλτικά στοιχεία, όταν, για παράδειγμα, σε χώρες όπως η Εσθονία η ίδρυση επιχείρησης μπορεί να γίνει εξ ολοκλήρου διαδικτυακά, μέσα σε 1-2 ημέρες. Την ίδια στιγμή η πολυπόθητη μεταρρύθμιση της Δικαιοσύνης μεταφέρεται διαρκώς στις καλένδες, με αποτέλεσμα ο μέσος χρόνος επίλυσης μιας εμπορικής διαφοράς στην Ελλάδα να υπερβαίνει τις 1.100 ημέρες, έναντι 395 στην Εσθονία και 426 στην Αυστρία. Είναι προφανές πως όλες αυτές οι καθυστερήσεις επηρεάζουν την επενδυτική εμπιστοσύνη αλλά και το αίσθημα ασφάλειας δικαίου για επενδυτές και επιχειρηματίες. Φυσικό επακόλουθο, πολλές επενδύσεις καθυστερούν ή ακυρώνονται λόγω αβεβαιότητας στις διαδικασίες, με αποτέλεσμα να αποθαρρύνονται και υποψήφιοι μελλοντικοί επενδυτές.
Η διαχρονική «πληγή»
Σε συνέχεια των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η Ελλάδα σε επίπεδο γραφειοκρατίας στη Δημόσια Διοίκηση προστίθεται και το γεγονός πως η χώρα μας κατατάσσεται 59η στον παγκόσμιο Δείκτη Αντίληψης Διαφθοράς, πολύ χαμηλότερα από τον μέσο όρο της Ε.Ε. Μάλιστα, η διαφθορά στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις έρευνες, δεν περιορίζεται σε ποινικά αδικήματα, αλλά εκδηλώνεται ως πελατειακές σχέσεις, αδιαφάνεια σε δημόσιους διαγωνισμούς, «άτυπη» μεταχείριση «φίλων και γνωστών». Πώς επηρεάζει αυτό τις επιχειρήσεις; Στην πρακτική της επιχειρηματικής καθημερινότητας, αν δεν ανήκεις στον κύκλο των ημετέρων, συνεπάγεται καθυστερήσεις, επιλεκτικές εγκρίσεις και άνισο ανταγωνισμό…
«Μαστίζει» το πρόβλημα αναζήτησης ανθρώπινου δυναμικού
Παρά την εκστρατεία αντιστροφής του φαινομένου του brain drain σε brain gain, οι επιχειρήσεις στη χώρα μας ακόμη μαστίζονται από τη δυσκολία ανεύρεσης προσωπικού. Το πρόβλημα εντοπίζεται στο γεγονός πως, παρά το υψηλό μορφωτικό επίπεδο, υπάρχει έντονο mismatch ανάμεσα στις ανάγκες των επιχειρήσεων και τις δεξιότητες των εργαζομένων, καθώς η επαγγελματική εκπαίδευση παραμένει υποβαθμισμένη. Σύμφωνα με την Ε.Ε., μόλις 0,6% των Ελλήνων εργαζομένων συμμετέχουν σε σχήματα συνεχούς κατάρτισης, έναντι 3,7% στην Ε.Ε., ενώ οι μισθοί δεν είναι ικανοί να ανταγωνιστούν αυτά που πληρώνονται οι Ελληνες μετανάστες στο εξωτερικό, προσελκύοντάς τους πίσω.
Η χρηματοδότηση δεν φτάνει για όλους
Παρά τα ευρωπαϊκά εργαλεία (ΤΑΑ, ΕΣΠΑ), η απορροφητικότητα και η προσβασιμότητα σε επενδυτικά κεφάλαια είναι περιορισμένες. Οι τράπεζες παραμένουν φειδωλές στις πιστώσεις ιδιαίτερα προς τις ΜμΕ, λόγω αυστηρών κριτηρίων, χαμηλών εξασφαλίσεων και περιορισμένου χρηματοοικονομικού ιστορικού, ενώ οι εγκρίσεις χρηματοδότησης, όπως για παράδειγμα μέσω των διατάξεων του αναπτυξιακού νόμου, αργούν πάρα πολύ να περάσουν τη φάση της αξιολόγησης. Στον αντίποδα, σε χώρες όπως η Φινλανδία και η Ολλανδία εφαρμόζονται αυτόματες αξιολογήσεις αιτήσεων με ψηφιακή υποστήριξη.
Ανισοι όροι για την κλιματική μετάβαση
Ενα βασικό πρόβλημα της εποχής, ιδιαίτερα για τους μικρομεσαίους επιχειρηματίες, αφορά την πράσινη μετάβαση, καθώς απαιτούνται τεχνογνωσία και κεφάλαια, που δεν διαθέτουν όλες οι επιχειρήσεις. Ειδικά οι μικρές αδυνατούν να ενταχθούν σε σχήματα ESG ή να εκπονήσουν στρατηγικές βιωσιμότητας, χωρίς να υπάρχουν υποστηρικτικές πρακτικές από το κράτος. Σε αντίθεση, χώρες όπως η Ολλανδία ή η Δανία έχουν θεσμοθετήσει υποστηρικτικά one stop σχήματα για πράσινες επενδύσεις μικρής κλίμακας.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ (ΦΥΛΛΟ 16/5/2025)