Η εξασφάλιση της ρευστότητας και η συνέχιση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων εγγυώνται την έλευση της πολυπόθητης ανάπτυξης
Η ψήφιση του πολυνομοσχεδίου, μετά την ολοκλήρωση του ελέγχου των επιδόσεων της Ελλάδας στο πλαίσιο του δεύτερου μνημονίου, και η έγκριση της εκταμίευσης της επόμενης δόσης του δανείου από τον EFSF, είναι credit positive για τη χώρα, σύμφωνα με τον Moody’s.
Κι αυτό γιατί έτσι διασφαλίζεται η συνέχιση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και στηρίζεται η μακροπρόθεσμη οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας, ενώ παράλληλα η εκταμίευση των δόσεων βελτιώνει την ρευστότητα της κυβέρνησης εν όψει της λήξης ομολόγων.
Ωστόσο, ο οίκος προειδοποιεί ότι τα πολιτικά ρίσκα στην Ελλάδα παραμένουν αρκετά υψηλά, ιδιαίτερα από την συρρίκνωση της κυβερνητικής πλειοψηφίας.
Ο Moody’s εκτιμά πως η ολοκλήρωση του ελέγχου, η οποία καθυστερούσε από τα μέσα Σεπτεμβρίου του 2013, θα έχει ως αποτέλεσμα την εκταμίευση περίπου 11,7 δισ. ευρώ, που θα βοηθήσουν την κυβέρνηση να ανταποκριθεί στις λήξεις ομολόγων αργότερα φέτος.
Η Ελλάδα πρέπει να αποπληρώσει ομόλογα ύψους 9,3 δισ. ευρώ τον Μάιο και 5,5 δισ. τον Αύγουστο, κυρίως προς τον επίσημο τομέα. Η έγκριση του Eurogroup σημαίνει πως ο EFSF θα εκταμιεύσει 8,3 δισ. ευρώ σε τρεις υποδόσεις: 6,3 δισ. ευρώ τις ερχόμενες εβδομάδες και 2 δισ. ευρώ σε δυο υποδόσεις μετά την εφαρμογή επιπλέον μεταρρυθμίσεων εντός των επόμενων μηνών.
Ο οίκος εκτιμά πως και το ΔΝΤ θα εγκρίνει την εκταμίευση 3,4 δισ. ευρώ σε δυο ισόποσες δόσεις μετά την συνεδρίαση του εκτελεστικού του συμβουλίου τον Μάιο.
Οι μεταρρυθμίσεις
Σε ό,τι αφορά τις μεταρρυθμίσεις, ο Moody’s εκτιμά πως η εφαρμογή του πρώτου μέρους του πολυνομοσχεδίου θα οδηγήσει σε σταδιακή βελτίωση των προοπτικών ανάπτυξης της Ελλάδας μέσα στα επόμενα δυο χρόνια. Προβλέπει πως η Ελλάδα θα καταγράψει έναν περιορισμένο ρυθμό ανάπτυξης της τάξης του 0,3% φέτος και 1,2% το 2014.
Τονίζει πως το πολυνομοσχέδιο δεν περιελάμβανε κανένα επιπλέον δημοσιονομικό μέτρο, δίνει όμως τη δυνατότητα στην κυβέρνηση να διανείμει στην οικονομία 2 δισ. ευρώ από το πρωτογενές πλεόνασμα που πέτυχε το 2013, μέσω του κοινωνικού μερίσματος και της πληρωμής καθυστερούμενων πληρωμών προς τον ιδιωτικό τομέα.
Το δεύτερο μέρος του πολυνομοσχεδίου επικεντρώνεται στον τραπεζικό τομέα και δημιουργεί το νομικό πλαίσιο για να δοθεί η δυνατότητα στο ΤΧΣ να μειώσει το ποσοστό του στις τέσσερις μεγαλύτερες ελληνικές τράπεζες.
Ωστόσο, όπως επισημαίνει η Moody’s, τα πολιτικά ρίσκα στην Ελλάδα παραμένουν υψηλά εν όψει των δημοτικών εκλογών και των ευρωεκλογών του Μαΐου. Ένα ιδιαίτερο ρίσκο είναι η συρρίκνωση της κυβερνητικής πλειοψηφίας.
Η ψήφιση του πολυνομοσχεδίου κατέδειξε αυτόν τον κίνδυνο, καθώς τα δυο μέρη του πολυνομοσχεδίου πέρασαν με πολύ ισχνή πλειοψηφία 152 ψήφων για το πρώτο μέρος και 151 ψήφων για το δεύτερο.
Η πιθανότητα περαιτέρω διάβρωσης της κυβερνητικής πλειοψηφίας παραμένει υψηλή και θα μπορούσε να οδηγήσει σε πρόωρες βουλευτικές εκλογές εντός των επόμενων έξι μηνών, κάτι που θα έθετε σε κίνδυνο την συνέχιση της πολιτικής στο πλαίσιο του προγράμματος της τρόικας και θα μείωνε την εμπιστοσύνη τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και διεθνώς.
Η ανάκαμψη απαιτεί τον χρόνο της
H πρόσφατη άρνηση της Standard & Poor’s να αναβαθμίσει την ελληνική οικονομία από το «B-/Stable» αποδεικνύει ότι, αν και οι κινήσεις που έγιναν για την υποβάθμιση της χώρας ήταν ταχύτατες, οι αναμενόμενες αναβαθμίσεις θα πάρουν πολύ περισσότερο χρόνο από αυτόν που επιθυμεί η Αγορά, αλλά και η κυβέρνηση.
Αν και δεν μπορεί να εκτιμηθεί το πόσο θα διαρκέσει η προσπάθεια για την επιστροφή των ratings στα προ κρίσης επίπεδα, κάποιοι αναφέρουν ότι ίσως πάρει και περισσότερο από μία δεκαετία, εν αναμονή και της αυριανής (Παρασκευή) απόφασής του Moody’s για την ελληνική οικονομία.
Όμως έχει τελικά τόσο μεγάλη σημασία η αναβάθμιση από τους τρεις οίκους; Οι αγορές των κυβερνητικών, αλλά και των εταιρικών ομολόγων δεν φαίνεται να περιμένουν τις αναβαθμίσεις και δεν τους έχει πάρει πολύ χρόνο να καταλάβουν ότι το potential των ελληνικών assets είναι πολύ υψηλό.
Όπως προεξόφλησαν ταχύτατα τα προβλήματα των παραπάνω οικονομιών, με τους επενδυτές να ξεφορτώνονται τα κρατικά ομόλογα των ευρωπαϊκών κρατών της περιφέρειας, τα spreads να εκτοξεύονται και τις εταιρικές εκδόσεις να εκλείπουν, με τον ίδιο τρόπο έχουν αποφασίσει ότι μέρος των προβλημάτων ανήκει πια στο παρελθόν.
Η πτώση της χώρας στις πιστοληπτικές αξιολογήσεις των τριών οίκων S&P, Moody’s και Fitch, από τον Δεκέμβριο του 2009 έγινε με καταιγιστικούς ρυθμούς, ακολουθώντας από κοντά την πτώση που σημείωνε το ΑΕΠ και ενσωματώνοντας ταυτόχρονα τους φόβους της άτακτης χρεοκοπίας και του ενδεχόμενου Grexit. Ο Moody’s εξακολουθεί να κατατάσσει τη χώρα μας τρεις βαθμίδες χαμηλότερα από τον S&P και τον Fitch, αφού το «Β-/Stable» αντιστοιχεί στο «Β3» του Moody’s.
Κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, τόσο η Πορτογαλία όσο κι η Ισπανία και η Ιρλανδία παρουσίασαν παρόμοια εικόνα με την Ελλάδα και υποβαθμίστηκαν από τους τρεις οίκους, χωρίς όμως οι υποβαθμίσεις στην πιστοληπτική τους ικανότητα να είναι τόσο έντονες όσο της χώρας μας. Η Ιταλία, παρά το τεράστιο χρέος της, έμεινε στο απυρόβλητο από τον Moody’s μέχρι και τις αρχές Οκτωβρίου 2011.
Με την γλώσσα των ομολόγων
Εν τω μεταξύ όμως, οι αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων έχουν μειωθεί ταχύτατα μετά το PSI από τις αρχές του 2012, με τις αποδόσεις και στις υπόλοιπες χώρες να μειώνονται επίσης. Και αυτό παρά το γεγονός ότι η άνοδος στις αξιολογήσεις της πιστοληπτικής ικανότητας των χωρών δεν έχει αυξηθεί παρά ελάχιστες βαθμίδες.
Οι αποδόσεις των ελληνικών 10ετών σε σχέση με πέρυσι τον Μάρτιο έχουν μειωθεί κατά 4,3 ποσοστιαίες μονάδες, ενώ στα αντίστοιχα ομόλογα της Πορτογαλίας κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες και της Ιρλανδίας κατά μία ποσοστιαία μονάδα.
Αμέσως μετά το PSI, η αγορά των εταιρικών ομολόγων που ήταν ερμητικά κλειστή για τις ελληνικές επιχειρήσεις έχει δει μερικές σποραδικές εκδόσεις από σημαντικές εγχώριες εταιρείες. Οι τρέχουσες αποδόσεις των ελληνικών εταιρικών ομολόγων έχουν μειωθεί άνω του 40%, σύμφωνα με τα στοιχεία της HSBC, σε σχέση με την ημερομηνία έκδοσής τους, από το 8,2% κατά μέσο όρο στο 4,7% στα τέλη του τρέχοντος μήνα, ακολουθώντας την πτωτική τάση των αποδόσεων στα εταιρικά ομόλογα υψηλής απόδοσης (high yield) που κατά μέσο όρο έχει φτάσει στο -50% τα τελευταία τρία έτη, από το 7,1% κατά μέσο όρο στο 3,5% τον Μάρτιο.
Σε Alpha Bank και Πειραιώς τα εύσημα
Το τελευταίο και ισχυρότερο σήμα ότι οι αγορές δεν θα περιμένουν τις «τρεις αδερφές», όπως χαρακτηριστικά αποκαλούνται οι τρεις οίκοι αξιολόγησης, είναι η επιτυχία των εκδόσεων των δύο ελληνικών συστημικών τραπεζών, της Alpha Bank και της Τράπεζας Πειραιώς.
Θεωρητικά, μια τράπεζα με αξιολόγηση «CCC/C» που ζητάει μακροπρόθεσμα κεφάλαια της τάξεως του 20% των υπαρχόντων, το πιθανότερο είναι ότι δεν θα βρει ή το discount που θα πρέπει να προσφέρει είναι μάλλον απαγορευτικό.
Παρά λοιπόν την αξιολόγηση των Alpha και Πειραιώς από την S&P και το αρνητικό outlook, η άντληση σχεδόν 3 δισ. από τις δύο τράπεζες και η υπερκάλυψη σε χρόνο-ρεκόρ, όπου φαίνεται να προσφέρθηκαν αθροιστικά περίπου 6 δισ. ευρώ, δείχνει ότι οι αγορές είναι έτοιμες να τοποθετηθούν και πάλι στα πιο επικίνδυνα ελληνικά assets που είναι οι ελληνικές τράπεζες, και μάλιστα πληρώνοντας premium έναντι της εμπράγματης εσωτερικής αξίας τους.Το re-rating έχει ήδη γίνει στα μάτια των θεσμικών επενδυτών.
Η τοποθέτηση των επενδυτών, εκτός από ψήφο εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία, είναι άμεσο re-rating και στις προοπτικές ανάκαμψής της, καθώς ο αγοραστής των τραπεζών αγοράζει ουσιαστικά ό,τι περιλαμβάνει το χαρτοφυλάκιο της τράπεζας, ενώ η προσέλκυση νέων και «ποιοτικότερων» funds δείχνει ότι οι αναβαθμίσεις στα ratings, όταν θα έρθουν, μάλλον θα έρθουν λίγο αργά.