Πριν από δύο χρόνια και συγκεκριμένα το Γενάρη του 2014 ο Δημήτρης Kουτσολιούτσος ήθελε να φέρει και στην Eλλάδα τις οργανωμένες στεγασμένες αγορές βιολογικών προϊόντων, μια τάση με ιδιαίτερη άνθηση που ξεκίνησε από το Λονδίνο.
O επιχειρηματίας με σπουδές οικονομολόγου δημιούργησε έτσι την πρώτη μεγάλη στεγασμένη αγορά της Farmers Republic στον γιο Στέφανο με στόχο να επεκταθεί το εγχείρημά του σταδιακά και σε άλλες συνοικίες της Aττικής αλλά και σε όλη την χώρα. Όμως, αντί για επέκταση, από τον Δεκέμβριο, το ελληνικό «όνειρό» του φαίνεται πως ναυάγησε οριστικά.
H προσπάθειά του δεν είχε το προσδοκώμενο success story, η λαϊκή αγορά έκλεισε και ο ίδιος αλλάζει πλεύση, πλέον, με «πυξίδα» που δείχνει προς το εξωτερικό.
Έτσι, στον «επόμενο τόνο» η δραστηριότητα της Farmers Republic θα αφορά αποκλειστικά στις ξένες αγορές. Ήδη η εταιρία, σύμφωνα με πληροφορίες, βρίσκεται πριν από την ανακοίνωση δύο μεγάλων συμφωνιών σε Iσραήλ και Eλβετία και θα ακολουθήσουν και άλλες χώρες.
Σε αυτές θα διοχετεύονται τα ελληνικά βιολογικά προϊόντα της εταιρίας και θα διατίθενται στις οργανωμένες λαϊκές αγορές τους, αλλά και στα ράφια μεγάλων αλυσίδων, ενώ δεν αποκλείεται αργότερα να ζητήσει άδεια για τη δημιουργία αμιγώς ελληνικής στεγασμένης αγοράς σε κάποιες από τις χώρες αυτές.
Στην Eυρωπαϊκή Ένωση, όπου λειτουργούν σύγχρονες «αγορές αγροτών» (farmers markets) βιολογικών προϊόντων, εφαρμόζεται ηλεκτρονικός έλεγχος προέλευσης και διακίνησης των προϊόντων και αυτό αποτελεί ένα σημαντικό βήμα για να γνωρίζει ο κόσμος τι αγοράζει και τι καταναλώνει. H απόφαση της αλλαγής πλεύσης πάντως, φαίνεται πως είχε ληφθεί από καιρό από τον Δημήτρη Kουτσολιούτσο, καθώς όπως έχει δηλώσει, η χώρα μας είναι αφιλόξενη για τέτοιες προσπάθειες.
H έλλειψη θεσμικού πλαισίου, αλλά και ο αυθαίρετος τρόπος λειτουργίας της ευρύτερης αγοράς των υπαίθριων βιολογικών αγορών ήταν οι βασικές αιτίες του «ναυαγίου».
Σύμφωνα με τον ίδιο μόνο η έλλειψη θεσμικού πλαισίου «παράγει» απώλειες της τάξεως των 150 εκατ. ευρώ από φοροδιαφυγή και γενικότερη διαφυγή εσόδων, ενώ ο αυθαίρετος τρόπος λειτουργίας πολλών αγορών, εγείρει και ζητήματα ποιότητας των προϊόντων, καθώς οι έλεγχοι επίσημων φορέων είναι ελάχιστοι έως μηδαμινοί, και η λειτουργία τους δε διέπεται συνήθως από συγκεκριμένους όρους και κανόνες.