Μια νέα σελίδα της Ιστορίας του Ισραήλ γύρισε χθες, Κυριακή, με το τέλος 12 ετών αδιάκοπης “βασιλείας” του πρωθυπουργού Μπενιαμίν Νετανιάχου, ο οποίος παραμερίσθηκε μετά την ψήφο εμπιστοσύνης του κοινοβουλίου σε έναν ετερόκλιτο συνασπισμό με επικεφαλής τον παλιό σύμμαχό του Ναφτάλι Μπένετ.
Εξήντα βουλευτές ψήφισαν υπέρ του νέου συνασπισμού, που εκτείνεται από τη δεξιά μέχρι την αριστερά, περνώντας από τη στήριξη ενός αραβικού κόμματος, ενώ 59, κυρίως του κόμματος Λικούντ του Νετανιάχου, της άκρας δεξιάς και των υπερορθόδοξων κομμάτων, αντιτάχθηκαν σ’ αυτόν.
Ο πρώην πρωθυπουργός, ανέκφραστος, έφιξε το χέρι του διαδόχου του, πρν αναχωρήσει εσπευσμένα από το κοινοβούλιο, ενώ τα νέα μέλη της κυβέρνησης, μερικά συγκινημένα μέχρι δακρύων, έδιναν τον όρκο για την ανάληψη του αξιώματός τους.
Πρώτος αρχηγός κράτους που αντέδρασε ήταν ο Τζο Μπάιντεν, ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, του στενότερου συμμάχου του Ισραήλ, ο οποίος συνεχάρη αμέσως με ανακοίνωσή του τον 49χρονο Μπένετ, λέγοντας πως «βιάζεται να δουλέψει» μαζί του.
Μόλις ανακοινώθηκε το αποτέλεσμα, πλήθος Ισραηλινοί στην Ιερουσαλήμ γιόρτασαν κοντά στην Κνεσέτ την αποχώρηση του Νετανιάχου από την εξουσία, αλλά επίσης κατά χιλιάδες στην εμβληματική πλατεία Ραμπίν, με ισραηλινές σημαίες να κυματίζουν.
«Αυτός ο πρωθυπουργός παρέμεινε για υπερβολικά πολύ καιρό, προσπάθησε να αλλάξει το σύστημα υπέρ του και να ξεφύγει από ορισμένα εγκλήματα, λοιπόν σήμερα έχουμε γιορτή στο Τελ-Αβίβ», είπε ο 24χρονος Ζορέλ Φρανγκάντι, σερβιτόρος σ’ ένα μπαρ.
Μερικές ώρες νωρίτερα, στη διάρκεια της τελευταίας ομιλίας του ως πρωθυπουργού ενώπιον της Κνεσέτ, ο Μπενιαμίν Νετανιάχου, ο οποίος ηγήθηκε της χώρας από το 1996 ως το 1999 και στη συνέχεια από το 2009 μέχρι την 13η Ιουνίου 2021, είχε διαβεβαιώσει πως θα επιστρέψει «σύντομα» στην εξουσία παρά τα 71 χρόνια του και τη δίκη του για διαφθορά, υπεξαίρεση και κατάχρηση εξουσίας σε μια σειρά υποθέσεων.
Ενδεικτικό των δυσκολιών που περιμένουν τον νέο συνασπισμό είναι το γεγονός ότι ο Ναφτάλι Μπένετ δυσκολεύθηκε να πάρει τον λόγο στο κοινοβούλιο, καθώς η φωνή του πνιγόταν από τις αποδοκιμασίες των αντιπάλων του.
«Κατανοώ ότι δεν είναι μια εύκολη ημέρα για πολλούς σήμερα, όμως δεν είναι ημέρα πένθους, είναι ημέρα αλλαγής, αλλαγής καθεστώτος σε μια δημοκρατία», διαβεβαίωσε.
Στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές του Μαρτίου, το Λικούντ είχε τερματίσει πρώτο, όμως ο Νετανιάχου δεν είχε καταφέρει να συγκεντρώσει μια πλειοψήφία 61 βουλευτών που είναι απαραίτητη για το σχηματισμό κυβέρνησης.
Μπροστά στο αδιέξοδο, ο πρόεδρος Ρεουβέν Ριβλίν ανέθεσε το σχηματισμό κυβέρνησης στον επικεφαλής της αντιπολίτευσης Γιαΐρ Λαπίντ.
Αυτός ο τελευταίος κατάφερε την τελευταία στιγμή στις αρχές Ιουνίου να συγκεντρώσει μια πλειοψηφία σχηματίζοντας ένα συνασπισμό με δύο κόμματα της αριστεράς, δύο του κέντρου, τρία της δεξιάς και –κάτι πολύ σπάνιο– τον αραβικό σχηματισμό Ράαμ του Μανσούρ Αμπάς.
Η στήριξη των Μανσούρ Αμπάς και Ναφτάλι Μπένετ ήταν ουσιώδους σημασίας για να επιτευχθεί η πλειοψηφία. Και για εξασφαλίσει την υποστήριξη του Μπένετ, ο Γιαΐρ Λαπίντ του πρότεινε να γίνει πρώτα αυτός πρωθυπουργός για δύο χρόνια, πριν ακολουθήσει στη θέση του πρωθυπουργού ο ίδιος ο 57χρονος Λαπίντ τον Αύγουστο του 2023.
Εφόσον βέβαια αυτός ο εύθραυστος ετερόκλιτος σχημαισμός καταφέρει να παραμείνει μέχρι τότε στην εξουσία.
Στο εξωτερικό, οι αντιδράσεις ήταν πολλές: «Περιμένοντας να ενισχυθεί η σύμπραξη ΕΕ-Ισραήλ για μια κοινή ευημερία και προς μια βιώσιμη περιφερειακή ειρήνη και σταθερότητα», έγραψε στο Twitter ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ, ενώ η γερμανίδα καγκελάριος Άγγελα Μέρκελ δήλωσε πως επιθυμεί να συνεργασθεί «στενά» με τη νέα κυβέρνηση.
Ο καναδός πρωθυπουργός Τζάστιν Τριντό συνεχάρη επίσης το νέο ομόλογό του. Ο βρετανός υπουργός Εξωτερικών Ντόμινικ Ράαμπ εξέφρασε από την πλευρά του «ικανοποίηση για το γεγονός ότι θα συνεχιστεί η συνεργασία σε θέματα ασφαλείας, εμπορίου και κλιματικής αλλαγής, καθώς και η κοινή δουλειά για την εγγύηση της ειρήνης στην περιοχή».
Κατά την τελευταία ημέρα του στην εξουσία, υπερασπιζόμενος μια δεκαετία που διαμόρφωσε το Ισραήλ, ο Μπενιαμίν Νετανιάχου έκανε τον απολογισμό του ενώπιον της Κνεσέτ: «εξομάλυνση» με αραβικές χώρς, ανάπτυξη της ισραηλινής αστυνομίας διεθνώς και σκληρή γραμμή έναντι του Ιράν, ενώ θεώρησε από τα σημαντικότερα επιτεύγματα της πρωθυπουργίας του τη μυστική επιχείρηση σε ιρανικά αρχεία, που πραγματοποιήθηκε το 2018 από τις μυστικές υπηρεσίες.
Παρουσιάζοντας στο κοινοβούλιο τις μεγάλες κατευθύνσεις της κυβέρνησής του, ο Ναφτάλι Μπένετ δήλωσε πως ο συνασπισμός του δεν θα αφήσει «το Ιράν να αποκτήσει πυρηνικά όπλα». «Αυτή η κυβέρνηση αρχίζει τη δουλειά της κάτω από τη σοβαρότερη από τις απειλές για την ασφάλεια», δήλωσε σχετικά με το Ιράν, διαβεβαιώνοντας ότι η χώρα του «επιφυλάσσεται του δικαιώματός της σε πλήρη ελευθερία δράσης» εναντίον του ορκισμένου εχθρού της, ο οποίος αρνείται ότι επιδιώκει να αποκτήσει πυρηνικά όπλα.
Εκτός από το ιρανικό ζήτημα, η κυβέρνηση αυτή, την οποία ένωσε μόνον η βούληση να πέσει ο Νετανιάχου, θα πρέπει να βρει ένα πεδίο συνεννόησης όσον αφορά την οικονομική ανάκαμψη μετά την πανδημία, καθώς και να αποφύγει ευαίσθητα θέματα, όπως το παλαιστινιακό ζήτημα.
Μόλις αναλάβει καθήκοντα, θα αντιμετωπίσει προκλήσεις, όπως η πορεία που έχει προγραμματίσει για αύριο, Τρίτη, η ισραηλινή άκρα δεξιά στην Ανατολική Ιερουσαλήμ, έναν παλαιστινιακό τομέα που βρίσκεται υπό ισραηλινή κατοχή.
Το ισλαμιστικό κίνημα Χαμάς, το οποίο βρίσκεται στην εξουσία στον παλαιστινιακό θύλακο της Γάζας που είναι αποκλεισμένος από το Ισραήλ, έχει ήδη απειλήσει με αντίποινα, αν αυτή η πορεία πραγματοποιηθεί κοντά στην πλατεία των Τζαμιών. Διευκρίνισε πως η ανάδειξη νέας κυβέρνησης δεν αλλάζει «σε τίποτε» τις σχέσεις του με το Ισραήλ.
Τον Μάιο, η Χαμάς είχε διατυπώσει μια παρόμοια απειλή, πριν αρχίσει να εκτοξεύει ρουκέτες εναντίον του Ισραήλ, κάτι που είχε οδηγήσει σε έναν πόλεμο 11 ημερών με το εβραϊκό κράτος.