Αύξηση τιμών βασικών τροφίμων και πετρελαίου, εκτίναξη πληθωρισμού και κόστους ζωής, κοινωνικές συγκρούσεις και πολιτικές ανατροπές.
Αυτός είναι ο φαύλος κύκλος που τρομάζει τους ηγέτες ανεπτυγμένων και μη κρατών αλλά και διεθνών οργανισμών όπως ο Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας (FΑΟ), ο ΟΟΣΑ και το ΔΝΤ. Ο επικεφαλής του Ταμείου Ντομινίκ Στρος-Καν προειδοποίησε στις αρχές του μήνα για τις επιπτώσεις από τις «επικίνδυνες παγκόσμιες ανισορροπίες».
Η πραγματικότητα (των χωρών του αραβικού κόσμου) δεν άργησε καθόλου να επιβεβαιώσει τους δυσοίωνους πλην προβλέψιμους «χρησμούς» του.
Στο ίδιο πνεύμα κινήθηκε και η έκκληση του προέδρου της Παγκόσμιας Τράπεζας Ρόμπερτ Ζέλικ την περασμένη Πέμπτη «να αντιμετωπίσουν (οι ηγέτες του G20) κατά προτεραιότητα την αυξημένη μεταβλητότητα των τιμών, η οποία απειλεί τις φτωχότερες τάξεις και δημιουργεί πληθωριστικές πιέσεις στις αναπτυσσόμενες χώρες».
Η εκτίναξη των τιμών των δημητριακών, του λαδιού και του ρυζιού δεν επήλθε εν μια νυκτί. Πλήθος παραγόντων, όπως τα ακραία καιρικά φαινόμενα που επέφεραν ευρύτατες καταστροφές σε καλλιέργειες και η αύξηση της ζήτησης λόγω της πληθυσμιακής μεγέθυνσης, συνέβαλαν καθοριστικά στην όξυνση του φαινομένου τα τελευταία τρία χρόνια.
Ούτε όμως ο παγκόσμιος πληθυσμός αυξήθηκε απροσδόκητα ούτε οι φυσικές καταστροφές (η περσινή ξηρασία στη Ρωσία και οι πρόσφατες πλημμύρες στην Αυστραλία) ξέσπασαν ως «κεραυνός εν αιθρία». Η εκτίναξη των τιμών των τροφίμων από το 2007- όταν άρχισαν να φαίνονται τα πρώτα σημάδια της επερχόμενης κρίσης στην αμερικανική αγορά κατοικίας- είναι κάθε άλλο παρά συμπτωματική.
Η κερδοσκοπία επί των βασικών διατροφικών προϊόντων μπορεί να μην είναι καινοφανής αλλά εντάθηκε- και μαζί με αυτήν οι επιπτώσεις της- όταν οι επενδυτές απομακρύνθηκαν από τα «τοξικά» παράγωγα και δομημένα προϊόντα του διεθνούς πιστωτικού συστήματος.
Τα στοιχεία του FΑΟ είναι αποκαλυπτικά. Οι τιμές του συνόλου των τροφίμων «ανήλθαν στο υψηλότερο επίπεδο από το 1990, όταν ο Οργανισμός ξεκίνησε την καταγραφή των τιμών». Ο οργανισμός εξέδωσε την περασμένη Πέμπτη ανακοίνωση σύμφωνα με την οποία «οι αυξημένες τιμές θα διατηρηθούν σε αυτά τα επίπεδα και τους προσεχείς μήνες».
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του ΔΝΤ, ο μέσος όρος των τιμών των βασικών τροφίμων έχει αυξηθεί κατά 45% από τις αρχές του 2007 ενώ μόνο το 2010 η τιμή του σιταριού αυξήθηκε κατά 60%, του φοινικέλαιου κατά 63% και της ακατέργαστης ζάχαρης κατά 100%.
Από την άλλη πλευρά οι εκθέσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, παλαιότερες αλλά και πρόσφατες, κάνουν ότι δεν βλέπουν «διασύνδεση της αύξησης των τιμών με τις τοποθετήσεις των επενδυτών» στα χρηματιστήρια τροφίμων.
Ως και ο πρόεδρος της Γαλλίας Νικολά Σαρκοζί εξεμάνη με τη διστακτικότητα των Βρυξελλών, συστήνοντας στην Κομισιόν να… ξαναγράψει την έκθεση που επρόκειτο να δημοσιεύσει σχετικά με τις πρώτες ύλες.
Η τελική μορφή της έκθεσης, η οποία εγκρίθηκε από τους επιτρόπους, περιλαμβάνει τη διατύπωση ότι «υπάρχει ισχυρός συσχετισμός ανάμεσα στις τοποθετήσεις της αγοράς παραγώγων και των τελικών τιμών των προϊόντων». Ωστόσο επισημαίνεται ότι «είναι δύσκολο να εκτιμηθούν επακριβώς η διασύνδεση και οι επιπτώσεις των χρηματιστηριακών κινήσεων με τις διακυμάνσεις των υποκείμενων φυσικών αγορών ».
Η «οργή» του Γάλλου προέδρου φαίνεται ότι έπιασε τόπο καθώς η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρεται πλέον αποφασισμένη να επιβάλει για πρώτη φορά περιορισμούς στις συναλλαγές όσων τζογάρουν με τις πρώτες ύλες, τουλάχιστον επί ευρωπαϊκού εδάφους. Όπως επεσήμανε ο αρμόδιος Ευρωπαίος επίτροπος Μισέλ Μπαρνιέ, τα μέτρα «για την καταπολέμηση των στρεβλώσεων των αγορών και για την αποκατάσταση της διαφάνειας θα παρουσιαστούν ως το τέλος του καλοκαιριού».
Ασφαλώς η κατάργηση των κερδοσκοπικών επενδύσεων επί των τροφίμων αποτελεί «μη λύση» τόσο για την Κομισιόν όσο και για τις ΗΠΑ καθώς αμφότερες προτάσσουν την «προστασία των επενδυτών έναντι των κινδύνων» υποβιβάζοντας την ανάγκη για τιμές τροφίμων προσιτές στους τελικούς αποδέκτες.
Άλλωστε, όπως επισημαίνουν σε πρόσφατο κείμενό τους οι αναλυτές του FΑΟ Ντένις Ντρέσλερ, Γ. Ραψομανίκης και Αλ. Σαρρής, «οι αγορές προθεσμιακών προϊόντων αναπτύχθηκαν ιστορικά για να ανταποκρίνονται στις ανάγκες όσων συμμετέχουν σε αυτές». Όμως αυτοί που τοποθετούνται στα χρηματιστήρια τροφίμων δεν είναι ούτε οι πραγματικοί παραγωγοί ούτε οι τελικοί καταναλωτές των τροφίμων.
Οι συναλλασσόμενοι απαρτίζονται από μεσάζοντες της βιομηχανίας τροφίμων και κυρίως από κεφαλαιούχους που μεταβιβάζουν συμβόλαια μελλοντικής αγοράς (futures) σε προκαθορισμένη τιμή. Όπως ακριβώς δηλαδή θα αγόραζαν χρυσό, τραπεζικά προϊόντα σε στερλίνες Αγγλίας και μετοχές μιας πολυεθνικής εταιρείας.
Από αυτά τα συμβόλαια, μόλις το 2% αντιστοιχεί σε πραγματικές παραδόσεις τροφίμων. Το υπόλοιπο 98% δεν είναι παρά τοποθετήσεις παικτών του χρήματος, οι οποίοι αποσκοπούν σε βραχυπρόθεσμο- αν όχι άμεσο κέρδος. Με άλλα λόγια, επενδυτών που «παίζουν» με την καθημερινή τροφή του παγκόσμιου πληθυσμού.
Απρόβλεπτες οι εξελίξεις για το χονδρεμπόριο
«Η αγορά έχει όλα τα στοιχεία που θα μπορούσαν να προκαλέσουν αλματώδη αύξηση τιμών» προειδοποιούσε τον περασμένο Δεκέμβριο ο επικεφαλής αναλύσεων της αγοράς στον γαλλικό συνεταιρισμό Ιn Vivo Πιερ Ντικλό. Ο γαλλικός όμιλος, ο μεγαλύτερος χονδρέμπορος σιταριού στη Γαλλία με παρουσία σε 17 χώρες, εκτιμά σήμερα ότι όλα συντείνουν σε μια «κατάσταση συναγερμού» για τα σιτηρά και εν γένει για την αγορά τροφίμων τους προσεχείς μήνες.
Οι Ευρωπαίοι παραγωγοί έχουν ήδη πουλήσει το 80% της εκτιμώμενης σοδειάς για το 2011. Επιπλέον η Ρωσία, μία από τις μεγαλύτερες παραγωγούς σιτηρών στον κόσμο, έχει επιβάλει εμπάργκο στις εξαγωγές από τον περασμένο Αύγουστο και αδυνατεί όχι μόνο να τροφοδοτήσει τις διεθνείς αγορές αλλά και να καλύψει τις εγχώριες ανάγκες.
Τις ρωσικές ελλείψεις εκμεταλλεύτηκαν πρόσκαιρα οι Γάλλοι παραγωγοί καταλαμβάνοντας τη δεύτερη θέση παγκοσμίως στις εξαγωγές σιταριού. Η Ιn Vivo θα είχε κάθε λόγο να επιχαίρει καθώς αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους χονδρεμπόρους δημητριακών στην Ευρώπη.
Άλλωστε ο κύκλος εργασιών της κατέγραψε αύξηση 45% στο τέλος του β΄ εξαμήνου σε σχέση με το α΄ εξάμηνο του 2010. Ωστόσο ο επικεφαλής της εταιρείας Πατρίς Γκολιέ δήλωσε ανήσυχος για τις βραχυπρόθεσμες προοπτικές της αγοράς «καθώς η Γαλλία πιθανότατα δεν θα καταφέρει να καλύψει τη ζήτηση».
Πηγή: “ΤΟ ΒΗΜΑ”