Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εξέδωσε την προηγούμενη εβδομάδα μια νέα οδηγία για τα οπτικοακουστικά μέσα, με βασικό στόχο την ενιαία ρύθμιση σε ευρωπαϊκό επίπεδο υπηρεσιών όπως το video sharing και το live streaming.
Όπως αναφέρει σε σχετικό ρεπορτάζ της η Deutsche Welle, η βασική αρχή που διέπει τη νέα οδηγία είναι ότι «παρόμοιες υπηρεσίες πρέπει να ρυθμίζονται με παρόμοιο τρόπο», ανεξάρτητα από τον τρόπο διάδοσης του περιεχομένου. Γι’ αυτό η αναθεωρημένη οδηγία ισχύει τόσο για τα παραδοσιακά τηλεοπτικά μέσα όσο και για πλατφόρμες κοινής χρήσης, όπως το Netflix ή το Facebook, αλλά και πλατφόρμες live streaming. Ωστόσο, ο νομοθέτης προσπαθεί να λάβει υπ’ όψιν του τις τεχνικές ιδιαιτερότητες της κάθε πλατφόρμας.
Σύμφωνα με την εισηγήτρια του Ευρωκοινοβουλίου Πέτρα Κάμερβερτ, προβλέπεται και μάλιστα προκρίνεται η δυνατότητα αυτορρύθμισης σε συγκεκριμένα ζητήματα. “Ένα παράδειγμα είναι η προστασία των ανηλίκων από διαφημιστικό περιεχόμενο που αφορά σε ζαχαρωτά, λιπαρά και τρόφιμα με μεγάλη περιεκτικότητα σε αλάτι. Μία συμφωνία αυτοδέσμευσης του διαφημιστικού κλάδου είναι σίγουρα καλύτερη από την επιβολή νομικής ρύθμισης. Αλλά την ίδια στιγμή προβλέπεται ότι κάθε κράτος-μέλος έχει το δικαίωμα να προχωρήσει σε νομική ρύθμιση εφόσον η αυτοδέσμευση αποδεικνύεται ανέφικτη ή αναποτελεσματική. Στην ουσία πρόκειται για μία ελάχιστη εναρμόνιση σε ευρωπαϊκό επίπεδο”.
Συνεπώς η οδηγία προς το παρον δεν ρυθμίζει, αλλά προτείνει εθελοντική δέσμευση, χωρίς όμως να αποκλείει και μελλοντική ρύθμιση. Κι αυτό οφείλεται στις νομικές ιδιαιτερότητες του κλάδου. Η ρύθμιση του ραδιοτηλεοπτικού τοπίου είναι κατ΄ αρχάς εθνική αρμοδιότητα, υπό τον όρο ότι η όποια εθνική νομοθεσία δεν προσκρούει στο ευρωπαϊκό δίκαιο περί ανταγωνισμού ή στα ανθρώπινα δικαιώματα, περιλαμβανομένης και της ελευθερίας του επιχειρείν. Γι’ αυτό μία ευρωπαϊκή οδηγία θέτει συγκεκριμένους στόχους, αλλά αφήνει τα κράτη-μέλη να επιλέξουν τα κατάλληλα μέσα για την εκπλήρωσή τους. Σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα αφήνει στα κράτη-μέλη πολύ μεγαλύτερες ελευθερίες επιλογής.
“Είχαμε, για παράδειγμα, έντονες συζητήσεις για το αν θα πρέπει να απαγορεύσουμε τη διαφήμιση του αλκοόλ” λέει η εισηγήτρια. “Στις χώρες της βόρειας Ευρώπης υπάρχει διαφορετική προσέγγιση απ’ ό,τι στη νότια Ευρώπη. Παίζουν ρόλο και οι πολιτιστικές καταβολές, για παράδειγμα η Φινλανδία ποτέ δεν είχε παράδοση στην οινοποιία. Γι’ αυτό είπαμε ότι εδώ δεν χρειάζεται πανευρωπαϊκή ρύθμιση, το κάθε κράτος-μέλος ας αποφασίσει, ανάλογα με τα δικά του κριτήρια, ποια ρύθμιση θα επιλέξει. Οι σκανδιναβικές χώρες εν μέρει έχουν ήδη απαγορεύσει τη διαφήμιση αλκοόλ και αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει”.
Σε σχέση με την προστασία από περιεχόμενο που ενθαρρύνει τη βία ή τη μισαλλοδοξία, η οδηγία για τα οπτικοακουστικά μέσα υιοθετεί τη λογική αντίστοιχης ευρωπαϊκής οδηγίας για το ηλεκτρονικό εμπόριο και δεν προβλέπει φιλτράρισμα περιεχομένου πριν από τη μεταφόρτισή του. Υποχρεώνει, ωστόσο, τις πλατφόρμες να δημιουργήσουν έναν όσο το δυνατόν απλούστερο μηχανισμό που θα επιτρέπει στον χρήστη να καταγγέλλει το ανεπιθύμητο περιεχόμενο. Με απλά λόγια: δεν ελέγχουμε προληπτικά τα πάντα, αλλά ελέγχουμε συγκεκριμένα κρούσματα έπειτα από εμπεριστατωμένη καταγγελία.
Τέλος, ένα νέο στοιχείο της ευρωπαϊκής νομοθεσίας είναι η πρόβλεψη ότι πρέπει να είναι ευρωπαϊκό το 30% του περιεχομένου σε πλατφόρμες με βίντεο κατά παραγγελία. Η ρύθμιση αυτή αντιγράφει τη λογική που ήδη ισχύει για τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης, στοχεύοντας στην προστασία της πολιτιστικής ποικιλομορφίας και της ευρωπαϊκής οπτικοακουστικής βιομηχανίας με μία. “Θεωρούμε σημαντικό να προωθήσουμε τις ευρωπαϊκές παραγωγές, άλλωστε υπάρχει άφθονο και εξαιρετικά ποιοτικό περιεχόμενο. Παράλληλα, όσα κράτη-μέλη το επιθυμούν, μπορούν να επιβάλουν στις πλατφόρμες την υποχρέωση να συνεισφέρουν στα εθνικά ταμεία για την προώθηση της εγχώριας κινηματογραφικής παραγωγής”, εξηγεί η γερμανίδα ευρωβουλευτής Σαμπίνε Φερχάιεν-Κουλτ.