Ανεβάζει τις συστάσεις και τις τιμές-στόχους
Ανέβασε τις συστάσεις για τις μετοχές των Eurobank, Εθνικής Τράπεζας και Τράπεζας Πειραιώς από “hold” σε “buy” η HSBC, αυξάνοντας ταυτόχρονα και τις τιμές στόχους για τις τρεις, ενώ μειώνει την τιμή στόχο για την Alpha Bank.
Συγκεκριμένα, για την Eurobank η τιμή στόχος αυξάνεται στα 1,04 ευρώ ανά μετοχή από 0,94 ευρώ προηγουμένως, για την Εθνική Τράπεζα στα 3,3 ευρώ από 2,8 ευρώ και για την Πειραιώς στα 4,4 ευρώ από 3,1 ευρώ, ενώ αντιθέτως για την Alpha Bank η τιμή στόχος μειώνεται στα 2,48 ευρώ από 2,5 ευρώ προηγουμένως.
Το κλίμα προς την Ελλάδα συνεχίζει να βελτιώνεται, οι δείκτες καταναλωτικής και οικονομικής εμπιστοσύνης καταγράφουν άνοδο, τα spreads των κρατικών ομολόγων συρρικνώνονται και οι τιμές του real estate αυξάνονται, ωστόσο οι τιμές των τραπεζικών μετοχών υστερούν, μέχρι στιγμής, γράφει η HSBC στη νέα έκθεσή της.
Προσπαθώντας να εντοπίσει τον «αδύναμο κρίκο» στην επενδυτική περίπτωση των ελληνικών τραπεζών, η HSBC εξετάζει τα προβλήματα στον τζίρο, τους κινδύνους από το de-risking καθώς και την ισχνή ποιότητα κεφαλαίου. Η ανάλυση της χρηματιστηριακής υποδηλώνει πως οι ανησυχίες των «αρκούδων» είναι υπερβολικές καθώς:
-Οι αντίθετοι άνεμοι για τον κύκλο εργασιών από το de-risking θα πρέπει να αντισταθμίζονται από τις εισροές στα εξυπηρετούμενα δάνεια ενώ, ο κίνδυνος από την έλλειψη ανάπτυξης δανείων φαίνεται περιορισμένος. Οι τάσεις υποδηλώνουν πως τα καθαρά έσοδα από τόκους θα αυξηθούν μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα.
-Η σχεδιαζόμενη μείωση των οργανικών προβληματικών στοιχείων ενεργητικού φαίνεται πως είναι εφικτή. Τα soft data παραμένουν υποστηρικτικά ενός θετικού αποτελέσματος. Οι περαιτέρω συστημικές λύσεις για την επιτάχυνση της μείωσης αυτής πιθανότατα θα είναι εθελοντικά, πρόσθετα και ως εκ τούτου θετικά για τις τράπεζες.
-Η σχέση των DTS σε ευρωπαϊκό επίπεδο σημαίνει πως είναι απίθανο να υπάρξει επανεξέταση του ευρωπαϊκού «χάρτη». Οι κρατικές σταθμίσεις κινδύνου θα έχουν περιορισμένη επίπτωση.
Η HSBC εκτιμά πως η αγορά θα συνεχίσει να εκπλήσσεται θετικά από την υλοποίηση της μεταρρυθμιστικής ατζέντας, με θετικές αναθεωρήσεις των μακροοικονομικών προοπτικών και των θεμελιωδών στοιχείων των τραπεζών.
Εκτιμά πως οι τράπεζες θα συνεχίσουν να αποδίδουν σε επίπεδο κερδοφορίας και ποιότητας στοιχείων ενεργητικού, ενώ οι ενέργειες πολιτικής θα καθησυχάσουν τις ανησυχίες της αγοράς για την ποιότητα του κεφαλαίου και μια πιθανή επιβράδυνση στα σχέδια για τα NPEs.