Η επαναγορά ομολόγων της Εθνικής Τράπεζας από το Ελληνικό Δημόσιο σηματοδοτεί την εφαρμογή της στρατηγική εμπροσθοβαρούς μείωσης των NPEs, σύμφωνα με την έκθεση της JP Morgan.
Τα κεφαλαιακά κέρδη υπολογίζονται σε περίπου 8% της εμπράγματης λογιστικής αξίας κάτι που θα βάλει την τράπεζα σε πλεονεκτική θέση σε ότι αφορά την αντιστάθμιση των ζημιών από τις τιτλοποιήσεις. Μάλιστα, ο οίκος μετά την κίνηση διατηρεί τη σύσταση «overweight» για τη μετοχή με την τιμή στόχο στα 3,9 ευρώ (τρέχουσα 3 ευρώ).
Όπως επισημαίνεται στην έκθεση ο οίκος εκτιμά ότι η κίνηση σηματοδοτεί την εκκίνηση της επιτάχυνσης μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs) επιτρέποντας στην ΕΤΕ να γράψει περίπου 470 εκατ. ευρώ κεφαλαιακών κερδών τα οποία μπορούν να απορροφήσουν ζημιές από νέες τιτλοποιήσεις. Δεδομένου ότι η διοίκηση της τράπεζας βρίσκεται στα τελευταία στάδια της δόμησης μιας τιτλοποίησης για τη φετινή χρονιά, ένα χρόνο νωρίτερα από το αρχικό σχεδιασμό, τα έκτακτα κέρδη προσφέρουν σημαντική στήριξη στην κεφαλαιακή βάση. Λαμβάνοντας δε υπόψη την επικείμενη πώληση της Εθνικής Ασφαλιστικής, από την οποία η JP Morgan εκτιμά ότι θα αυξηθεί ο κεφαλαιακός δείκτης (CET1) της ΕΤΕ κατά 100-150 μονάδες βάσης, η ελληνική τράπεζα θα είναι σε θέση να διατηρήσει τους κεφαλαιακούς δείκτες του 2019 άθικτους καθ’ όλη τη διαδικασία τιτλοποίησης.
Κατά την ανάλυση του αμερικανικού οίκου, το νέο ομόλογο θα καταχωρηθεί από την ΕΤΕ στα «διακράτηση έως τη λήξη», γεγονός που περιορίσει τους λογιστικούς κινδύνους, ωστόσο η «ευαισθησία» του χαρτοφυλακίου σε όρους δίκαιας αξίας σε κάθε κίνηση των αποδόσεων του ομολόγου κατά μια μονάδα βάσης αυξάνει από το 1,9 εκατ. ευρώ σε 8,3 εκατ. ευρώ.